moderate grayish violet to moderate reddish purple

Friday, December 22, 2006

25 πρώτοι # από το 1 έως το 100 & η σημασία τους

 2 του ένα και του άλλου
 3 υποστάσεις ισότιμες σε όλα
 5 τούμπες θα σου κάνω να γελάσεις πολύ
 7 φορές θα το ζυμώσω μ'άλλα τόσα υλικά
11 του enteka, τα έχουμε πει αυτά
13 τυχερά κι όποιος δε τα θέλει, τα κρατώ εγώ
17 καλαμάκια (σουβλάκια) έφαγε και στάνιαρε, χωρίς ψωμάκι
19 αθλητές του handball ντυμένοι ναυτάκια
23 χρόνια έκλεισες προχθές
29 sketchbook γεμάτα σημειώσεις και σχέδια
31 ταινίες του woody allen και δεν τις έχω δει όλες
37 τρόποι να μαγειρέψεις μελιτζάνες
41 βελονιές να μη σε πιάνει το μάτι
43 δέντρα κόπηκαν χθές στο Διόνυσο βάσει Οικοδομικών Αδειών 
47 τρόποι να ικανοποιήσεις το σύντροφο σου χρησιμοποιώντας μόνο τη γλώσσα σου
53 γεύσεις παγωτού
59 τραγούδια σε medley από 1 λεπτό το καθένα για την καψούρα
61 βιβλία φιλοσοφίας - βαριά πολύ
67 φωτογραφίες σου γυμνές
71 ημέρες ναυαγός
73 στιλβώματα να λάμψει ο χρυσός
79 στροβιλίσματα κι έπεσα
83 άγνωστες λέξεις σε μια παράγραφο
89 αυτοκινητάκια matchbox από παλιά σε ένα μπαούλο μέσα
97 ανάσες κι έχεις κοιμηθεί

Thursday, December 21, 2006

Sunday, November 26, 2006

Tuesday, October 31, 2006

Another Modern:

The Post-War Architecture and Urbanism
of
Candilis-Jo
sic-Woods



The habitat is above all an environment where man lives. Living solitary or living jointly. The myth of individual habitat, in opposition to collective habitat, demonstrates confusion and ignorance.

Habitat is always collective, habitation has to be individual at all times.
Different forms of structures and groupings of habitations should not be confused with the notion of habitat.

Georges Candilis, 1968

Sunday, October 29, 2006

ΟΙ 11 ΟΥΤΟΠΙΕΣ ΤΟΥ 11

11 τόποι, χώροι, καταστάσεις που σίγουρα έχουν περάσει από το μυαλό του enteka, σε μια προσπάθεια σκιαγράφησης ενός αγαπημένου μου blogger.

01. Ο κατάλογος των καταλόγων. Το index των index. Με Borghesιανή διάθεση και γεύση Perek με μπόλικο Calvino. Για να έχει ο enteka να διαλέγει ενδεκάδες.

02. Το μουσείο των συσχετισμών. Χώρος έκθεσης συναισθημάτων και έργων τέχνης και όχι μόνο, όπου με τη βοήθεια της τεχνολογίας θα μπορεί να δένονται σε ενότητες, φαινομενικά άσχετα και ασύνδετα θέματα.

03. Η βιβλιοθήκη της λήθης. Τόπος για format σκληρών δίσκων – εγκεφάλων που τα έμαθαν στραβά τα πράγματα, λόγω κακού εκπαιδευτικού συστήματος και πολιτικής ασυδοσίας. To ginseng της γνώσης κατά μια άλλη έννοια, όπου προετοιμαζόμαστε όλοι για νέες εμπειρίες που θα έρθουν, καλύπτοντας ή και σβύνοντας προκαταλήψεις, μεροληψίες και κακούς προϊδεασμούς μας.

04. Το περίπτερο της γνώσης. Ακολουθεί την παραπάνω βιβλιοθήκη, είναι ένας τόσος δα μικρός χώρος και εκεί με την αγορά αγαθών όπως τσιγάρα και καραμέλες, σοκολάτες και γαριδάκια, εφημερίδες και περιοδικά, τσίχλες και στυλό, θα λαμβάνει όποιος έχει ακολουθήσει την λυτρωτική προηγούμενη διαγραφή, τη γνώση. Μπορεί να λειτουργήσει και σαν κομμωτήριο ή μπακάλικο αλλά με άλλα αγαθά. Εξαρτάται από τις διαθέσεις του enteka. Πάντως σε αυτά κανείς έρχεται αντιμέτωπος με φιλοσοφικό παστέλι, το θεώρημα του μπρόκολου και φαινομενολογικές ανταύγιες.

05. To café των ποιητών. Σε μια έκδοση ala Cocteau. Με μυρωδάτους καφέδες και τσάγια με γεύσεις καταπληκτικές, μελωμένα κρασιά και ερεθιστικά cocktail, με λικέρ και αψέντι και βότκα και ουίσκι, καλλιτέχνες και ποιητές, μουσικούς και αρχιτέκτονες, επιστήμονες του λόγου και της εφευρετικότητας με σοφούς επαίτες και πανέμορφα γκαρσόνια, με ιδιοκτήτρια μια Δήμητρα κι έναν Μάρκο, γάτο μερικές φορές αλλά κι άντρα που έκανε φυλακή κάποιες άλλες.

06. Το post των 11 χαμένων ευαισθησιών:

01. Το να πίνεις τσάι και να συζητάς.

02. Το να αποδέχεσαι τα λάθη σου.

03. Το να ζητάς ειλικρινά συγνώμη.

04. Το να φροντίζεις τα λουλούδια στο μπαλκόνι σου ή τον κήπο της γιαγιά σου.

05. Το να δίνεις τη θέση σου στο λεωφορείο και στο τρένο, σε όσους την έχουν περίσσοτερο ανάγκη από εσένα.

06. Το να χαμογελάς.

07. Το να καλωσορίζεις τους νέους γείτονες σου.

08. Το να μοιράζεσαι τη γνώση ονομάζοντας την πηγή και παραπέμποντας σε αυτή.

09. Το να υποστηρίζεις το δίκιο των άλλων.

10. Το να μετράς τα αστέρια.

11. Το να δίνεις φαγητό και χάδι σε ένα αδέσποτο ζώο – σε καθημερινή βάση.

07. Οι 11 μετενσαρκώσεις του 11 – προηγούμενες & επόμενες.

01. Ο δημιουργός του Βασιλικού Παιχνιδιού της Ουρ.

02. Ο Μέγας Αρπηδοναύτης του 1ου Βασιλείου στην Αίγυπτο.

03. Ο βοηθός και προσωπικός οικονόμος του Αρχιμήδη.

04. Ο βιβλιοθηκονόμος – γραμματικός από το ποίημα του Καβάφη.

05. O Francis Bacon.

06. Ένας εκ των Ναϊτών Ιπποτών.

07. Ο Mendeleyev, δημιουργός του περιοδικού πίνακα των στοιχείων της Χημείας.

08. Ένας από τους δίδυμους αδερφούς McWhirter (Alan Ross ή Norris) συνιδρυτών του Guinness World Records.

09. Ο 11.

10. Ο 13.

11. Ένας από τους πρώτους ανθρώπους από τη γη που επισκέπτεται τον Σείριο κι ανακαλύπτει ότι όντως υπάρχουν παιδιά εκεί.

08. Η κοινωνία των bloggers σε real τόπο ή η Nova Atlantis του 11. Μια μίξη της blogόσφαιρας με την ιδανική πολιτεία του 11.

09. Το ενδεκαδικό σύστημα μέτρησης. Σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με το δεκαδικό και δεκαεξαδικό σύστημα καθώς και με το δωδεκαδικό, το σύστημα μέτρησης του 11, δίνει στον μικρότερο φυσικό αριθμό μετά το 10 και πριν το 12 την ευγένεια του μυστηρίου στους μονούς αριθμούς. Ο 5ος κατά σειρά πρώτος αριθμός έρχεται και δένει με τον αμέσως επόμενο του τον 13 και μαζί ερωτευμένοι προσπαθούν να εξηγήσουν το σύμπαν.

10. Οι 11 παραινέσεις του 11.

01. Να μοιράζεσαι πληροφορίες και γνώση.

02. Να δίνεις credit.

03. Να συναγωνίζεσαι.

04. Να ερωτεύεσαι.

05. Να σπουδάζεις.

06. Να έχεις φίλους.

07. Να τιμάς τους δασκάλους σου.

08. Να έχεις άποψη.

09. Να παίρνεις θέση.

10. Να αγαπάς.

11. Να χαμογελάς.

11. Το μαγικό κουτί του 11. Μια υπερκατασκευή ελάχιστων διαστάσεων, με άπειρη μνήμη και δυνατότητες διαχείρισης πολύπλοκων εφαρμογών σε σχέση με τη μουσική, τον κινηματογράφο, την τέχνη και το θέατρο. Τέτοιου επιπέδου και δυναμικής που να θυμίζει τη μηχανή του χρόνου. Να το χρησιμοποιείς και να είσαι live στο Woodstock, στην cinecita του ’60, στο maison de verre στο Παρίσι του ‘30 και στη Broadway κάπου ανάμεσα.

Αφιερωμένο εξαιρετικά σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου blog και στον enteka φυσικά που το γράφει. Ήθελε περισσότερη δουλειά όλο αυτό, αλλά κάτι βγήκε και ήθελα να το μοιραστώ. Στην προσπάθεια να του δώσω αυτή τη μορφή συνειδητοποίησα πόσο δύσκολα είναι τα εγχειρήματα του 11 και πόσο εύκολα τα κάνει να φαίνονται.

Tuesday, October 24, 2006

Youssef Khalil Mauve Talib - παραμύθι για τον Υ.Κ.Μ.Τ.

Ο Youssef Khalil Mauve Talib,
Ο βασιληάς των Αράβων ήταν πανέμορφος και ποιητής
γεμάτος τραγούδια αγάπης.

Οι γυναίκες των αγαπούσαν με τέλεια απελπισία.
Όλοι τον αγαπούσαν,
αλλά ήρθε μια νύχτα και τον άλλαξε οριστικά.

Άφησε βασίλειο και οικογένεια,
φόρεσε ρούχα δερβίση
κι άρχισε να γυρνοβολά από χώρα σε χώρα...

Πάει! Η αγάπη διέλυσε το βασιλικό εαυτό του
και τον έφερε στο Ταμπούκ, όπου δούλεψε για λίγο φτιάχνοντας τούβλα.
Το μαθαίνει ο βασιληάς του Ταμπούκ, τρέχει μέσα στη νύχτα να τον βρει...

"Βασιληά των Αράβων, όμορφε Ιωσήφ,
ηγέτη δυο αυτοκρατοριών, της μιας μ'εκτάσεις, της άλλης με τη λάμψη γυναικών,
τιμή μου αν συναινούσες να μείνουμε μαζί. Βασίλεια άφησες πίσω σου γιατί πεθύμησες τα παραπάνω..."
Έλεγε, έλεγε ο βασιληάς του Ταμπούκ επαινώντας τον Youssef Khalil Mauve Talib,
μπλέκοντας θεολογία και φιλοσοφία.
Ο Youssef Khalil Mauve Talib σιωπούσε...
Ξάφνου σκύβει και κάτι λέει στο αυτί του βασιληά και...
Πάει! Πάει και ο δεύτερος βασιληάς γίνεται δερβίσης.

Βγήκαν από την Πόλη χέρι χέρι,
δίχως βασιλικά στολίδια, μήτε και θρόνο.

Αυτά σου κάνει η αγάπη! Για τους μεγάλους είναι σα μέλι,
για τα παιδιά είναι σα γάλα.

Κι έτσι πλανήθηκαν στην Κίνα και τρέφονταν σα δυο πουλιά.
Και βέβαια σπάνια μίλαγαν λόγω της σοβαρότητας του μυστικού που γνώριζαν.

Το μυστικό της αγάπης αν ειπωθεί ανέμελα ή πάνω σε θυμό
παίρνει με μια σπαθιά κεφάλια χίλια!
Ένα λιοντάρι αγάπης νέμεται τη βοσκή της ψυχής καθώς το γιαταγάνι αυτού του μυστικού πλησιάζει.
Είναι ένας θάνατος καλύτερος από χίλιες ζωές.

Κι έτσι αυτοί οι βασιληάδες μιλούσαν χαμηλά. προσεκτικά...
Ο θεός ξέρει τι είπανε.
Λέγανε λόγια ανείπωτα στη γλώσσα των πουλιών.

Youssef = Ιωσήφ, όνομα προφήτη
Khalil = όμορφος
Mauve = μωβ
Talib = αναζητητής (της Αλήθειας)

από το "Μικρό Απάνθισμα από την Ποίηση του Ρουμί" σε απόδοση Β. Ναχμία
με αλλαγές στο όνομα και λίγο στις λέξεις και στο ρυθμό,
και με ανάγκη να δουλευτεί και άλλο για να νανουρίσει τον Youssef Khalil Mauve Talib,
τον Υ.Κ.Μ.Τ. δηλαδή

Saturday, October 21, 2006

MAUVE = #E0B0FF

Hex triplet #E0B0FF

}

#description {

margin:0 5px 5px;

padding:0 20px 20px;

border:1px solid #222;

border-width:0 1px 1px;

font:78%/1.4em "Trebuchet MS",Trebuchet,Arial,Verdana,Sans-serif;

text-transform:uppercase;

letter-spacing:.2em;

color:#E0B0FF;

}

.post-title {

margin:.25em 0 0;

padding:0 0 4px;

font-size:140%;

line-height:1.4em;

color:#E0B0FF;

}

Friday, October 13, 2006

visionary projects of the '60s and '70s

e x i t
u t o p i a


p r o v o k e

Sunday, October 08, 2006

Friday, October 06, 2006

mauve munch screams



μια κραυγή.
μια στριγγλιά καλύτερα.
θα πάω βόλτα
να βγάλω
τα σωθικά μου
σε μια φωνή.

για καλό είναι τώρα
:-)

μνήμη χωρογραφίας

Γάλα γλυκό με μέλι και ψωμί για πρωϊνό
και χίλιες δυο ερωτήσεις, να πνιγείς σχεδόν,
του μικρού. πάντα περίεργου για όλα,
κι ανυπόμονου. για όσα φέρνει ο καιρός...
μια στιλετιά που απλώθηκε στα γένεια του,
άσπρη, 'κείνη τη μέρα, ακόμα κρατεί.

Το γαϊτανάκι μαζί στο υπόγειο, πρώτη φορά,
στους όρνιθες γεμάτη ασφυκτικά η επίδαυρος,
χάδι και χειροκρότημα και χατζιδάκις και χρήστου
στους πέρσες να γυρνοβολούν μανδύες γερόντων
που μοιρολογούν. γκολντόνι στην οδό κυκλάδων
πρώτη φορά που τούβλο και τσιμέντο έτσι μου μίλησαν

κι αποφάσεις κι εξομολογήσεις και συνομωσίες μικρές
ξαδέρφων. Όπως τότε στα κλεμένα αμύγδαλα
και στα γλυκά ροδάκινα. που ψάχναμε να βρούμε τη χαμένη βέρα
της μάνας μου στα βότσαλα της παραλίας.
Έτσι μου το συμβούλευσες να φύγω. νά'χω εγώ
τουλάχιστον ελεύθερη ζωή απ'τους δυο.

να πας μακριά να βρείς ιθάκη. Τούτη που μας
καρφώσαν ειν'κενή. Θα την'εβρείς
με πύργους πέτρινους, λίμνες, ποτάμια, δάση κι άρωμα σφενδάμου.
σε φόντο μωβ. Εκεί θα μάθεις του γραφίτη το φθαρτό,
μαζί του κόσμου την παροδικότητα, του σύμπαντος όλου
την προσωρινή γιορτή. εκεί όμως...

...εδώ δε θα πατήσεις. θά'μαι εγώ
διακοπές εδώ. κανά χορό να χαίρονται τα σόγια.
εδώ όποτε θες τη μάνα σου, που κλαίει.
αλλά εσύ εκεί με εφόδια αρχαία
τη κινησιά του κύκλου, της ευθείας τη γραφή, να συναντιούνται
και να κάνουν όπως τα χωρογράφησες εσύ

...........................................................................

Tuesday, September 26, 2006

κ λ ι σ έ . . .

να βουτήξεις από ψηλά στο μαύρο-μπλε της θάλασσας,

να αγκαλιάσεις έναν πλάτανο ή μια εληά,

να χαζέψεις τον ουρανό μια νύχτα καλοκαιρινή δίχως φεγγάρι μακριά από τα φώτα της πόλης,

να χαϊδέψεις τη χαίτη ενός αλόγου,

να ελευθερώσεις ένα ψάρι στο νερό που σπαρτάρησε στα χέρια σου,

να ξεδιαλέξεις λευκά βότσαλα,

να ανακατέψεις νερομπογιές για να βγάλεις το μωβ και το μελιτζανί,

να τρέξεις το χέρι σου σε παληό βελούδο καναπέ στο πατρικό σου σπίτι,

να ουρλιάξεις κάπου μακριά από τους ανθρώπους ή και κοντά τους,

να μαγειρέψεις για τους αγαπημένους σου,

να κρυφακούσεις λόγια έρωτα ενός ζευγαριού,

να μυρίσεις ένα λουλούδι δίχως να το κόψεις,

να κολυμπήσεις σε λίμνη με κρυστάλινο νερό,

να γευτείς φρέσκο χιόνι πάνω στο βουνό,

να τρέξεις γυμνός σε μια παραλία,

να υπηρετήσεις τον αγαπημένο σου χωρίς να νοιάζεσαι για τη δικιά σου ικανοποίηση,

να αποστειρώσεις το τραύμα ενός συνανθρώπου σου ή ενός ζώου,

να ονειρευτείς το μέλλον των φίλων σου,

να ακούσεις έναν γέροντα να σου μιλάει για ώρα για τα παλιά,

να χορέψεις σε κύκλο με άλλους ανθρώπους σε γάμο και χαρά,

να αφηγηθείς μια ιστορία, ένα μύθο, κι ένα παραμύθι σε παιδιά,

να κάνεις ποδήλατο χωρίς χέρια στο τιμόνι,

να ................

Sunday, September 17, 2006

s.andrea_mantua


Leon Battista Alberti

Tuesday, September 12, 2006

Monday, September 11, 2006

devoted with devoutness


Awwal be-hezâr lotf be-nvâkht marâ,

Akhar be-hezâr qûsseh bo-ghdâkht marâ.
Chon mohreh-é mehr-é khish mi-bâkht marâ,
Chon man hameh ô shodam, bi-yandâkht marâ.



Με χίλιες καλοσύνες με πρωτονοιάστηκε,
Μ’αγωνία χιλίων ειδών ύστερα με τιμώρησε.
χάντρες με θέλησε παιχνίδι του έρωτα Του
Και, όταν χάθηκα μέσα Του, με βρόντηξε μακριά.


Tuesday, September 05, 2006

M a u v e

Το μωβ είναι η πρώτη συνθετική χρωστική ουσία ανιλίνης.

Το ανακάλυψε τυχαία ο χημικός Sir William Henry Perkin, στα 18 του (δεν ήταν τότε Sir), το 1856, στην προσπάθεια του να φτιάξει τεχνητή κινίνη!

Την ονόμασε Μωβεΐνη (Mauveine) ή αλλιώς ανιλινικό πορφυρό (aniline purple).

Το χημικό της όνομα είναι: 3-amino-2,±9-dimethyl-5-phenyl-7-(p-tolylamino) phenazinium acetate. Ο τύπος της είναι C26H23N4+X- (mauveine A) και C27H25N4+X- (mauveine B).

Το μωβ εκτός από το πρώτο συνθετικό χρώμα είναι ίσως το πιο σημαντικό που ανακαλύφθηκε στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό και την βιομηχανική επανάσταση. Αυτό υποστηρίζει ο Simon Garfield στο βιβλίο του Mauve: How One Man Invented a Color that Changed the World (2000). Ο Garfield θεωρεί ότι η τυχαία ανακάλυψη του χρώματος μωβ από τον William Perkin και μια μέθοδος του για μαζική παραγωγή του χρώματος, απογείωσαν το ενδιαφέρον για το ερευνητικό έργο των χημικών και την βιομηχανική παραγωγή και εφαρμογή του έργου αυτού.

"Mauve led to new crimsons, violets, blues and greens and earned its inventor a fortune. But its importance extended far beyond ball gowns. Before mauve, chemistry was largely a theoretical science. After it, science created huge industries and the impact of the new colour had fundamental affects on the development of explosives, perfume, photography and modern medicine." Simon Garfield 2000

Λίγα χρόνια μετά, το 1862, η νεαρή τότε και λεπτούλα ακόμα Βασίλισσα Βικτωρία του Ηνωμένου Βασιλείου, εμφανίζεται στο Royal Exhibition με μωβ μεταξωτή τουαλέτα. Κι αμέσως το μωβ γίνεται μόδα. Τόσο μόδα που τα nineties του 19ου αιώνα, παίρνουν το όνομα Georgian "Mauve Decade".

"Ordinary women always console themselves. Some of them do it by going in for sentimental colours. Never trust a woman who wears mauve, whatever her age may be. It always means they have a history." Oscar Wilde 1891

Το μωβ κατόπιν αντικαθίσταται από νέα χρώματα. Περνάει μια κάμψη. Γίνεται συνώνυμο της εκκεντρικότητας, της μελαγχολίας, του φόβου, του κινδύνου, ακόμα και του θανάτου!

Γίνεται όμως και ηλιοβασίλεμα. Δεν είναι πια βιολετί ή πορφυρά τα κατεβάσματα του ήλιου, αλλά το απανάμεσα τους. Μωβ! Κι αυτό το χρώμα επιλέγει και το Hollywood στο technicolour του για αυτά.

Η μόδα δε θα ξεχάσει το μωβ. Ο Balenciaga στην αρχή του 2ου μισού του 20ου αιώνα και ο Yves-Saint-Laurent τη δεκαετία του ’80 θα το ξανακάνουν κυρίαρχο. Πάλι σε έκδοση βραδυνού ενδύματος.

Δύσκολο να φορέσεις μωβ. Δυσκολότερο από αυτό μόνο το κόκκινο. Θα τα καταφέρουν (και στα 2) ελάχιστες από τις μεγάλες ντίβες: Μαρία Κάλλας, Μελίνα Μερκούρη, Κατρίν Ντενέβ, Γκρέις Κέλλυ.

Στα λατινικά το μωβ είναι “malva” κι έχει σχέση με το χρώμα της μολόχας. Στα ελληνικά το μωβ γράφεται μοβ αλλά δε μου αρέσει αυτό το γράψιμο και είναι κατά κάποιο τρόπο ισότιμο με το μενεξεδί που το αγαπώ πολύ.

Μωβ λοιπόν.

Μωβ είναι το σάλι της θείας μου της Ελένης. Της αδερφής της μαμάς μου που με κρατούσε όταν διασκέδαζαν τα βράδια οι γονείς μου. Το σάλι το έφτιαξε η θεία όταν ήμουν 7 χρονών. Αστεία δουλειά για την τέχνη της. Ήταν υφάντρα ανυπολόγιστων δυνατοτήτων και ακρίβειας. Το σάλι αυτό το ξεκίνησε ένα βράδυ που μου έκανε «παρέα». Το σχεδιάσαμε μαζί. Είχε χοντρή πλέξη, τρίγωνο σχήμα και ανοίγματα σε ισομοιρασμένα ρομβοειδή διαστήματα σε διαγώνια φορά. Τα ανοίγματα γέμιζαν με πολύχρωμα λουλουδάκια. Εγώ τα έβαλα στη θέση που είναι. Μ’έβαλε η θεία να το κάνω. Ήταν το πρώτο κοινό μας project... Το είχα για χαμένο αλλά βρέθηκε και το έχω πια δίπλα στο κρεβάτι μου.

Μαύρη τουαλέτα satin με ένα κεντημένο μωβ μεγάλο λουλούδι φορούσε κι η μάνα μου σε κάποιο γάμο. Δε θυμάμαι το γάμο αλλά τη μαμά μου τη θυμάμαι. Ήταν ομορφότερη από όλες και ήθελαν να μάθουν το σχεδιαστή και πότε πήγε στο Παρίσι και πόσα πλήρωσε για εκείνο το θεϊκό ένδυμα. Εκείνη δεν είπε, χαμογέλασε και λίγο ντράπηκε γιατί το είχε ράψει μόνη της... Δε θα την πίστευαν ότι κι αν έλεγε. Τόσο όμορφο ήταν πάνω της.

Μωβ ξέρασε ένα αγαπημένο μπλε μπλουζάκι μου. Βγήκε η ματζέντα, θα το έπλυνα και σε λάθος βαθμούς, ήταν και φτηνό, αλλά έγινε καταπληκτικό. Τό’χω ακόμα.

Μωβ έχω κι ένα παντελόνι “στρατιωτικό” με τσέπες στα πλάγια χαμηλά. Είναι εργασίας και το βάζω επιλεκτικά στη δουλειά, όταν αποφασίζω να λερωθώ…

Μωβ ήταν και η φουντίτσα που φορούσα στο καπέλο αποφοίτησης μου. Το χρώμα της σχολής μου. Της alma mater μου.

Μωβ είναι επίσης, σας το λέω κι εγω (:-P), τα πιο όμορφα βασιλέματα του ήλιου εκεί ανάμεσα στο πορφυρό και το βιολετί με πορτοκαλί και κίτρινες ανταύγιες!

Μωβ έμοιαζε και το χρώμα του αίματος στις φλέβες του, μέσα από το λευκό του δέρμα…

Μωβ είναι ένα χρώμα που αγαπώ. Αγαπώ και το μελιτζανί - το aubergeen, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

Tuesday, August 29, 2006

β ό λ τ α

ανασηκώθηκα να βάλω το πουκάμισο
να κάτσει

πρώτο στη θέση του οδηγού.
να μη τσαλακωθεί.
άνοιξα τα 3 πρώτα του
κουμπιά.
ελευθερώθηκαν γιορντάνια
η μπλε μου η χάντρα
ο σταυρός
κι ο κύκλος με τα σύμβολα γραφής.

κατέβασα το παράθυρο
άναψα τσιγάρο
έβαλα nuretin να παίζει
και ξεκίνησα τ'αμάξι...

πέρασα πάνω
από τα γνώριμα των ποδιών μου,
μπροστά
από τη τζαμαρία με τα τρενάκια,
το περίπτερο του άγγελου
κάτω
από το μπαλκόνι του δημήτρη...

ήδη με είχε συνεπάρει
η μουσική,
έμπαινε τώρα το aziz istanbul
κι εγώ μαζί του
είχα διακτινιστεί στην Πόλη
του '30
όχι κανάς σπουδαίος...
σωφέρ
με καπέλο
να περιμένω τον εφέντη
και να ακούω
τ'αηδόνι καλύτερα έξω
παρά μέσα
μια και πού
τοίχοι
ν'αντέξουν το εύρος της φωνής

ψέλισα λίγο τα λόγια
του τραγουδιού
και βγήκα στο μεγάλο δρόμο.

βράδυ
γλυκό βράδυ
σκοτάδι ζεστό
δίχως φεγγάρι
μ'άστρα πολλά
περισσότερα στο κάθε ξεμάκρισμα
απ'την πόλη.

στα 32 δευτερόλεπτα
του ανεβάσματος
τό'χα φτάσει 195
μ'όλα τα παράθυρα ανοιχτά
και στην ελεύθερη πτώση
τ'άφησα απ'το γκάζι
κι έπεσε μόνο του
κι έμεινα στη μεσαία
να παρατηρώ
τις άσπρες γραμμές
δεξιά κι αριστερά
να προσπαθούν να συγκλίνουν
και να ακούω χειροκροτήματα

βγήκα δεξιά
και σταμάτησα σ'έναν έρημο
χωματόδρομο.
πάτησα χώμα
κι ακουγόταν
το Sοyle Sevgili.

ήθελα να κλάψω
τόσο παράπονο
δεν τα κατάφερα
κιχ δεν έβγαλα
δεν ήξερα που ήμουν
είδα κάτι σκουπίδια
και κατάλαβα

μύρισε γιασεμί
θυμήθηκα ένα βαρύ φιλί
άσχετο
από άλλον
πιο παλιά.
χαμογέλασα
γιασεμί και φιλί
νά'ναι το ίδιο
το ένα να φέρνει τ'άλλο...

λίγο πιο κάτω βρήκα μια γέφυρα
κι έκανα αναστροφή.
σταμάτησα και την κασέτα
κι έπιασα ράδιο.
ήθελα να ακούσω τη γλώσσα μου
έπεσα πάνω
στη λίτσα
"νύχτα στάσου"
κι έβαλα
τα κλάματα

Monday, August 28, 2006

01-ιστορία φανταστική-Οικία Ευριπίδη

...σα ρόδι που έσπασε για γούρι, άνοιξε ο αρχαίος κουμπαράς...

Αθήναι, 1843

Στα χρόνια του Όθωνα, βαυαροί αρχιτέκτονες, τοπογράφοι και αρχαιολόγοι, πολεοδόμησαν, χαρτογράφησαν κι ανέσκαψαν τον τόπο των ονείρων κάθε ρομαντικού δυτικού της εποχής τους. Έψαξαν να βρουν σημαντικά κτίρια και θεμέλια – ότι είχε απομείνει από την αρχαιότητα. Ότι είχε σωθεί από τις καταστροφές των χριστιανών και των μουσουλμάνων τα τελευταία 1500 χρόνια.

Μέσα στη μεγάλη τους χαρά, πολλές φορές λάθεψαν. Αστόχησαν στα σπίτια μεγάλων στρατηγών, φιλόσοφων και ποιητών. Αστόχησαν και στο σπίτι του Ευριπίδη. Βρήκαν μια πλάκα – σφήνα καλύτερα, μια μονοκόματη ατόφια κοτρώνα από σιδερόπετρα που τριγύρω κανένα νταμάρι δε βγάζει, με διαστάσεις ικανές να ορίσουν κάλυψη 500 και τετραγωνικών μέτρων και επίπεδο που θα το ζήλευαν και οι δρόμοι της Αγίας Πετρούπολης, εκείνη την εποχή – 20 μέτρα κάτω από τη γή, αλλά στην ουσία μόνο 2 γιατί είχε καλυφθεί από ένα λοφίσκο (τούμπα το έλεγαν οι ντόπιοι), που αυτό άλλωστε τους έκανε να ξεκινήσουν και την ανασκαφή. Τι ήταν να βρουν σκαλισμένο εκεί το όνομα του μεγάλου τραγικού, τους έδωσε και τον τόπο της οικίας του. Εκεί κοντά στο σημερινό Μαρούσι.

Με ενθουσιασμό, εργοδότη έναν γερμανό φιλέλληνα και έμπνευση τη δουλειά του Schinkel, ο νέος και πολύ όμορφος Otto Hirschfeld, αρχιτέκτονας και φιλέλληνας και ο ίδιος, ανέλαβε να συνθέσει, απεικονίσει και κατασκευάσει ένα αρχοντικό – μια έπαυλη – πάνω σε αυτό που οι ειδικοί είχαν ορίσει ως την οικία του τελευταίου μεγάλου τραγικού...

Εκεί έστεκε μέχρι χθες ανάμεσα στο σημερινό Μαρούσι και το Χαλάνδρι. Στα όρια τους που μια από τη μια και μια από την άλλη της Κηφισίας έχει κατά καιρούς στηθεί κι ένα λούνα παρκ με όνομα πουλιών...

Αθήνα, 2004

Η γεωτεχνική μελέτη αποκάλυψε αργιλικό υπέδαφος.
Η άδεια κατεδάφισης βγήκε. Ακολούθησε και η οικοδομική άδεια.

Μετά άρχισε να βρέχει... Αναβολή στην αναβολή η κατεδάφιση δεν έγινε.

Έξι μήνες και δεν είχε γίνει.
Μονάχα έβρεχε.

Το νερό προχώρησε κάτω από το αργιλικό υπόστρωμα.

Φούσκωσε τη γη…
Το περήφανο αρχοντικό, σάλπαρε τρικάταρτος «Ολλανδός».
Σε μια μέρα σηκώθηκε 2 μέτρα και 20 πόντους ψηλά, μαζί με τα θεμέλια του.
Κορυφή ενός κύματος, ξεσήκωσε σε μια εβδομάδα την άσφαλτο που κάποτε ήταν δρόμος με όνομα μπροστά του και διένυσε 20 μέτρα!
Ούτε μια ρωγμή δεν είχε δημιουργηθεί στο παλαιό σπίτι.

Στερεωμένο πάνω σε αρχαία πλάκα μεγαλιθική, χτισμένο με θυσία κι ευλογημένο μέχρι κι από παπά, δεν είχε ερινύες να το κυνηγούν, μήτε και τύψεις γι’αυτά που σάρωνε στο διάβα του...

Σα να είχε σχέδιο εκπονημένο για πολλά χρόνια σοβαρό, έστριψε κι άρχισε ένα
slalom ζικ ζακ με την Κηφισίας σις στο κεμπάπ του...

Έψαχνε κάτι σημαντικό...

Μέχρι τον ερυθρό σταυρό του πήρε επτάμισυ μήνες να φτάσει, αλλά στη τροχιά του παρέσυρε τ’ακόλουθα:
Τα
village center και τα βωβοκτίρια μπροστά τους. Τσαλαπάτησε μαζί και τους θεατές μεσημεριανής προβολής ιστορικής ταινίας αμερικανικής παραγωγής καθώς και τον εγωϊσμό μηχανικών πολιτικών οδήγησης ολκής...
Το κέντρο τύπου των ολυμπιακών αγώνων κι όλο το καλατραβαλίκι του σταδίου. Εκτός από την αλάνα με το χωματάκι.
Τη φάτσα του Υγεία και τους 14 αγιοστρατίτες χαλανδρίου και νέου ψυχικού.
Τους ψηλούς φράκτες της φιλοθέης και του παλαιού ψυχικού μαζί με κάτι ψιλομύτικες επώνυμες αρχιτεκτονιές, καθώς κι όλη τη μάντρα του κολλεγίου, και το νέο τους κλειστό γυμναστήριο.
Το φάρο όλο, συμβολικά...
Ότι
corporate image κτίρια άλλων εκτός των προαναφερθέντων – αυτά με τα γυαλιά που αντανακλούν τον ήλιο και το καλοκαίρι από 45ο ανεβαίνει η θερμοκρασία στους 57ο βαθμούς κελσίου - τα πήρε και τα έκανε μπάζα μεμιάς.
Το γηροκομείο τη γλύτωσε, κι ο Δαναός, αλλά όλα τα απέναντι τα λιάνισε κανονικά...

Έστριψε κι άρχισε να ανηφορίζει ξανά προς τα βόρεια – δεν είχε βρει αυτό που έψαχνε κι είχε μπει και για τα καλά στο δήμο αθηναίων...
Του σφύριξαν κιόλας πως η οικία Αισχύλου στο μεταξουργείο είχε ήδη ακολουθήσει το παράδειγμα της και εμβόλιζε εκείνη ακριβώς τη στιγμή τη μητρόπολη αθηνών, αφού σε όλη την ερμού και την μητροπόλεως είχε αφήσει μόνο το μαγαζάκι του κυρ χαράλαμπου, το θανάση με τα κεμπάπ, την πλατεία αβυσσηνίας κι έναν χαλεπατζή από τα παλιά, όρθια...
Στην ανηφόρα για τον στόχο της η έπαυλη που έκτισε ο νέος γερμανός, φιλλέλην κι όμορφος
Otto Hirschfeld, διέλυσε την ισραηλίτικη πρεσβεία, κατέριψε 3 μαχητικά του πολέμου των 6 ημερών – κρυμένα για παν ενδεχόμενο, ισοπέδωσε μαγαζιά με πλακίδια τοίχου και δαπέδου, μια πράσινη τράπεζα παπάδων την έκανε χαλί, κι έστριψε εκεί δεξιά σαν ακριβό λαγωνικό που ξετρυπώνει πέρδικα στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως.
Διόλου συνεπαρμένη (η έπαυλη) από τη συγκίνηση που πλησίαζε στο τέλος, αφάνισε όλη τη
vodafone, πρεσβείες ιαπωνίας και κάτι άλλων ψιλών, κατοικία γερμανού πρέσβη, κτίρια γραφείων ενός ολλανδού και κάτι άλλων ψιλών, την αντιπροσωπεία της Porsche και μια ψαροταβέρνα που χρεώνει 400 ευρώ για δείπνο 5 με 2 ψάρια, σαλάτες και κρασιά...

Διέσχισε τα σίδερα απαλά, σα νάτανε χορεύτρια ιδανικιά
κι ήρθε και στρώθηκε γλυκά μπροστά απ΄την οικία καλουτά...

Εξαιτίας της ρίμας πισογύρισε, οπότε ας τα πω σωστά...
Μπήκε στο δρόμο για την πλατεία
Πάτησε εκεί που άλλοτε
rollroyούσαν βασιλιάδες σε ανοιχτό chinnoise, τραβώντας με ηθοποιούς για το μέγαρο της δούκισσας να παίξουν κινηματογράφο. Πορνό μαλακό με δόση foot fetish εξαδακτύλου κληρονομικό.
Χαιρέτησε φαντάσματα - 2 βίλλες φίλες της παλιές - πολυκατοικίες πια,
διάβηκε αέρινα την Καραολή & Δημητρίου σιγανά
κι άναψε στη μνήμη τους κερί, στον αη νικόλα νά’χουν συντροφιά...

19 μήνες μετά
απ’την ανάσταση της για να ξαποστάσει
στάθηκε σε μιαν οδό, εμπορική, στην Χαϊμαντά
βιτρίνες να απολαύσει...

Την περίμενε εκεί πλήθος κόσμου με χαρά.
Την περίμενε ο
Le Corbusier, ο Ξενάκης και ο Τεν τεν.
Επίσης ο Ταρζάν, ο Τατί κι ο Παπέν (πάει με τον Τεν τεν).
Ήτο ο Δήμαρχος εκεί καθώς και άλλοι πολιτικοί.
Νηπιαγωγεία και σχολειά, σύλλογοι, σωματεία κι αδέσποτα σκυλιά.
Έμποροι, αθλητές και αδερφές
Καθώς κι ένας γέρος, ίδιος με δέντρο αϊθαλές...
Επίσης η
Mairilyn Monroe και η Oum Koulsoum,
η Κατίνα Παξινού κι όλοι απ’το ΠΟΥΜ...

Η οικία προχώρησε αργά.
Απομακρύνθηκε από τις φανφάρες και τα λόγια τα πολλά.
Αποσύρθηκε στον τόπο του σημαντικού της ιδιοκτήτη, απ’όπου κράταγε και η φήμη της.

Είχε κουραστεί.

Περίμενε μιαν άλλη Αττική... Είχε συγκρατήσει στους τοίχους της που έστηναν αυτί στους ιδιοκτήτες και ενοίκους της κατά καιρούς, διάφορες περιγραφές για την Αθήνα και τις πολεοδομικές της επεκτάσεις από διάσημους αρχιτέκτονες – έλληνες στο εξωτερικό μα και μέσα στη χώρα που διέπρεπαν και είχαν κτίσει μπραζίλιες και ισλαμαμπάντ, αμβούργα και βερολίνα αλλά και νέα κτίρια που ακολουθούσαν τον δρόμο μπροστά της μέχρι το κέντρο της Αθήνας και κοσμούσαν την πόλη και το λεκανοπέδιο του τέλειου κλίματος.

Ήταν άνθρωποι βαθιά νυχτωμένοι κι ονειρεύονταν εκείνοι που μιλούσαν φωναχτά και κρυφάκουγαν οι τοίχοι της, που δεν ήθελαν να ξέρουν την αλήθεια των έργων των πολιτικών της μίζας, της συμφοράς και του ρουσφετιού και των πράξεων των εργολάβων του φθηνορού (φθηνό και γρήγορο μαζί), της ιδεολογικής κατατονίας, και της αισθητικής και ηθικής ανυπαρξίας....

Έκατσε στη μέση 2 δρόμων ακριβώς. Εκεί ήταν του ποιητή της η θέση της γέννησης του, η ακριβής. Αριστοφάνους και Χαϊμαντά to be exact
Χαμογέλασε. Σκέφθηκε είχαν χιούμορ οι αρχές να δώσουν το όνομα εκείνου που σάρκασε πιότερο απ’όλους τον ποιητή της στο δρόμο πάνω από το ίχνος της οικίας του...
(
συνεχίζεται)

Friday, August 18, 2006

ά τ ι τ λ ο

τυφλό σχέδιο

Thursday, August 10, 2006

ποιήματα, δυο που αγαπήθηκαν

kserw pws sou glikostalazei t' asteri mou, sou anavei
το ξέρω το λαμπερό σου σημαδάκι
mikra fwtakia se diamerismatakia apo pagwmena

έντονα κυττώ να το βρω μέσα στο βράδυ
diamantia kai omixli, me galazies endeikseis kai

κάτω από ασήμαντες φωταψίες
kapnous, sta pio trifera sou vimatakia, sti stoa,
περπατώντας με τα χέρια στις τσέπες. σκυφτός
skiftos, sinantas tin psixi mou, ti xairetas ki egw
για να σε ανακαλύψω στους αρμούς των πλακόστρωτων,
to mathenw apo ta entoma kai ta mikra poulia
κι αφήνω μύνημα σε ένα ψωμάκι


oi aplwmenes mou amarties san xartia tis trapoulas
οι αμαρτωλές μου μνήμες, μπλόφες στο παιχνίδι
lene to parelthon, i porta kleinei amixana ap' to xeri
μας, πρόβλεψαν το μέλλον κι άνοιξα το παράθυρο
sou, oi kairoi aftoi metakomizoun tin istoria mas
στους 22 ορόφους, τέτοιο που ήταν να το πετάξω.
stous diadromous tou iposiniditou, katw apo
το βυθό φοβήθηκα όπου τα όνειρα μας,
anavrazonta nisia kai palia spitia
βυθισμένα θα τα κρατήσει

ξ ό ρ κ ι_2

Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα.

Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους. Είναι ένας τοίχος αλειμμένος μ’ ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκόνωνταν και εξείχαν σα να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν εκρέμονταν από τους τοίχους. Αργά εκατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαρειά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως.


ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ. Ένας λαός εφάνηκε σαν τους δωριείς. Τελευταίο έθνος ανθρώπων πέρασε τον ορίζοντα και παρουσιάστηκε. Είναι χτίστες από την Ξάνθη. Νύχτες που κράτησαν όσο γενηές αφουγκράζονταν τους σεισμούς κι ελάτρεψαν την τέχνη των σπιτιών. Από πανάρχαια παράδοση οικογένειες από σπουδαίους τεχνίτες. Νομάδες που ποτέ δεν κατοικούν κι όλο φεύγουν. Εκεί όπου τους καλούν κι από φήμες έμαθαν να τους καλούν να χτίσουν κι ακριβοπληρώνονται. Η χώρα αυτή ρημάχτηκε και κάλεσαν τους χτίστες για να ξαναχτιστεί. Οι χτίστες έφτασαν εδώ και είναι ειδοποιημένοι. Άκουσαν και εδέχτηκαν παραγγελίες. Συμφώνησαν για ένα χτίσιμο και ήρθαν. Μέρες και νύχτες δούλευαν κι όλες μαζί οι οικογένειες των χτιστών να κουβαλούν με βιασύνη. Όσοι πεθαίναν πάνω στη δουλειά τους έθαβαν μακρυά κι εκείνα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ τα θανατώσαν. Έφευγαν για τις μακρυνές κηδείες και πάλι εξανάρχονταν το βράδυ και δουλεύαν. Έτσι εστήθηκαν παντού μεγάλα οικοδομήματα με σκαλιστές προσόψεις και κάμαρες απανωτές σα να γεννούσε η μιά την άλλη για πολλά σόγια ανθρώπων και θόλοι από κρύσταλλο. Τώρα οι χτίστες τέλειωσαν και γιόρτασαν ανάβοντας φωτιές. Χόρεψαν πάνω στα κάρβουνα και μούγκριζαν κι εκλαίγαν. Φύγαν και χάθηκαν. Άδεια τα θεώρατα σπίτια κι ένας αέρας από κρύον ήλιο σφαλά τα μεγάλα παράθυρα και πάλι τα ξανάνοιγε. Οι θόλοι με τριγμούς να συγκρατούν το φως. Μη χυθεί μέσα και περιχύσει και μια βαρειά αναπνοή από το σκαμμένο χώμα. Ορθάνοιχτα κι αδειανά εκείνα τα σπίτια στέκονται τώρα αδειανά και μοναχά η ηχώ των τραγουδιών της θράκης.


Πόσος καιρός επέρασε από το νερό; Ήσυχα ρώτησε ο κύρηκας. Έγειρε κι εκοιμήθη.

(ΧΤΙΣΤΕΣ απόσπασμα. Γ. Χειμωνάς)


Saturday, August 05, 2006

α ρ γ α λ ε ι ο ύ . . .

Οι υφάντρες είναι γεωμέτρισσες μοναδικές, απαράμιλες τεχνίτρες και δημιουργοί. Μετρώντας και ισορροπώντας, από μικρά παιδιά, σαϊτιές και γυρίσματα στον αργαλειό, απέκτησαν διάκριση κι αισθητική.

Η παρουσίαση των δημιουργιών μου, σ’αυτές τις γυναίκες, υπήρξε πάντα το ίδιο και πολλές φορές περισότερο σημαντική με αυτή μπροστά στην αυστηρότερη κριτική επιτροπή.

Η διαίσθηση τους πάνω στη σύνθεση και η ήπια, χαριτωμένη και χιουμοριστική διάθεση τους, έβαζε πάντα τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Αυτοσαρκαζόμενες για τις λιγοστές τους γνώσεις, συμπλήρωναν τον πρόλογο τους με παρατηρήσεις που θα ζήλευαν κι οι πιο έμπειροι δάσκαλοι.

Η βαθειά τους κατανόηση, τόσο της έμπνευσης ενός έργου, όσο και της απεικόνισης, αναπαράστασης αλλά και κατασκευής και πραγματοποίησης του, τις ανάγει σ’εκείνες τις ίδιες μορφές που οι μυθολόγοι πρόγονοι μας, ονόμασαν μούσες.

Ο λόγος τους ήταν γεμάτος ρυθμό, παρομοιώσεις και παροιμίες. Παραδείγματα, που διόλου ενδιέφερε αν ανήκαν στη σφαίρα του παραμυθιού ή του πραγματικού, έρχονταν πάντα για να δώσουν υλικό απόδειξης στις κουβέντες τους.

Η χειρότερη κριτική τους, γινόταν σα χάδι απαλό και την ακολουθούσαν εγκώμια για το πόσο καλύτερα μπορεί να γίνουν μόνο από εμένα τον ίδιο και πως η ξαστοχιά έγινε γιατί δεν είχα φάει ή κοιμηθεί όσο κι όπως έπρεπε.

Τα λόγια και οι πράξεις αυτών των γυναικών υπήρξαν πάντα αληθινά και ειλικρινή. Συνειδητά κι εγκάρδια. Οι παραινέσεις τους κι οι συμβουλές τους δεν δώθηκαν ποτέ με αυταρχισμό. Η κίνηση και η αγκαλιά τους πάντα απόδειξαν αγάπη.

Μου λείπουν η γιαγιά μου η Βασιλική κι η Θεία μου η Ελένη.
ουφ...

Tuesday, August 01, 2006

m o i r a


η μοίρα μου είναι να μιλώ για αυτούς που έχω χάσει.
με προίκισε με μνήμη τεράστια και μου κάρφωσε την ευθύνη να τους ευλογώ.
είναι τα μόνα που δέχομαι να μου καθορίζει.
σ'όλα τ'άλλα αδιαφορώ.
στο θέμα των νεκρών μου όμως την αφήνω να διαφεντεύει.
το δέχτηκα.
δεν ήθελα παλιότερα.
το δέχτηκα όμως γιατί ήθελα να λέω τις ιστορίες τους για να μην ξεχαστούν.
έτσι την έχω κοροϊδέψει για να με αφήνει ήσυχο για τα δικά μου.
τη ζωγραφίζω συχνά.
δεν έχω φαντασία σε αυτό.
ασπρόμαυρα την κάνω πάντα.
ποτέ μωβ...

καλό μήνα...

αρχή μήνα, του τελευταίου του καλοκαιριού...
πώς έγινε αυτό δεν το κατάλαβα... πέρασε ο Ιούλης σα νεράκι...

τρέχει, τρέχει τ'αλογάκι μου... πετάει με τα φτερά του.
ασέλωτο μα όχι κι ασάλευτο με ταξιδεύει.
φοράω βατραχοπέδιλα, μάσκα κι αναπνευστήρα για το ενδεχόμενο να κάνει και βουτιά στη θάλασσα.
είμαστε αόρατοι κι οι δυο.
χρειάζεται να προσέχουμε παρότι είμαστε το δίδυμο, παράλογο και άλογο...
χρειάζεται να προσέχουμε τ'αυτοκίνητα, τα λεωφορεία και τα τρένα στη στεριά,
τ'αεροπλάνα, τ'αερόστατα και τα πουλιά στον αέρα...

κυττάμε να μη πέσουμε και σε κανά καράβι...

Saturday, July 29, 2006

μ α ί α ν δ ρ ε ;

συγνώμη, αλλά τα έχω πάρει τώρα...
που είσαι παιδάκι μου;

με το που μπήκα εγώ, βγήκες εσύ;
κι άντε βγήκες, που έχεις πάει;
έχω πάρει σβάρνα τα monitors
και τα NEXT BLOG για να σε βρω.

δε λέω έχω γνωρίσει καταπληκτικούς/ές
bloggers με αυτό το searchομάνι,
αλλά εσένα δε σε βρίσκω.

θα αφήσω τούτο το post.
θα περιμένω comment σου εδώ.
θα διαβάσω τι θα μου γράψεις και "λίγο να παίξει το μάτι σου θα ξέρω..."

κι αν δεν απαντήσεις θα βγω σαν τον Δήμου με φέιγ βολάν να σε ψάχνω ως άλλον doncat.

gel yavrum, gel... (γλυκά ala Selcuk Munir)
cabuk gel, gibi (ala Selcuka turka προστακτικιά)
kardesim gelsin bekliyorum... (άντε και με υποκτακική μπρε)

Friday, July 28, 2006

hey :-)

hey :-)
don't go
ain't the world
just braces
aint't your dreams
dread places

hey :-)
smiles me
makes me-self
audacious

hey :-)
don't go

Sunday, July 23, 2006

mauve knight


Του διόρθωσα το μωβ. Εϊχε βγει μπλε. Δε λέω, ωραίο και το μπλε, αλλά εδώ είναι μωβ...

"like a large, light-gray rock"

"like a large, light-gray rock"
1989-91
, The Glacier Museum, Fjaerland, Norway by Sverre Fehn

Flatland - Fjaerland

I call our world Flatland, not because we call it so, but to make its nature clearer to you, my happy readers, who are privileged to live in Space.
Imagine a vast sheet of paper on which straight Lines, Triangles, Squares, Pentagons, Hexagons, and other figures, instead of remaining fixed in their places, move freely about, on or in the surface, but without the power of rising above or sinking below it, very much like shadows--only hard with luminous edges--and you will then have a pretty correct notion of my country and countrymen. Alas, a few years ago, I should have said "my universe:" but now my mind has been opened to higher views of things.
In such a country, you will perceive at once that it is impossible that there should be anything of what you call a "solid" kind; but I dare say you will suppose that we could at least distinguish by sight the Triangles, Squares, and other figures, moving about as I have described them.
On the contrary, we could see nothing of the kind, not at least so as to distinguish one figure from another.
Nothing was visible, nor could be visible, to us, except Straight Lines; and the necessity of this I will speedily demonstrate.
Place a penny on the middle of one of your tables in Space; and leaning over it, look down upon it. It will appear a circle. But now, drawing back to the edge of the table, gradually lower your eye (thus bringing yourself more and more into the condition of the inhabitants of Flatland), and you will find the penny becoming more and more oval to your view, and at last when you have placed your eye exactly on the edge of the table (so that you are, as it were, actually a Flatlander) the penny will then have ceased to appear oval at all, and will have become, so far as you can see, a straight line.
The same thing would happen if you were to treatin the same way a Triangle, or a Square, or any other figure cut out from pasteboard. As soon as you look at it with your eye on the edge of the table, you will find that it ceases to appear to you as a figure, and that it becomes in appearance a straight line.
...
When I was in Spaceland I heard that your sailors have very similar experiences while they traverse your seas and discern some distant island or coast lying on the horizon. The far-off land may have bays, forelands, angles in and out to any number and extent; yet at a distance you see none of these (unless indeed your sun shines bright upon them revealing the projections and retirements by means of light and shade), nothing but a grey unbroken line upon the water.
Well, that is just what we see when one of our triangular or other acquaintances comes towards us in Flatland. As there is neither sun with us, nor any light of such a kind as to make shadows, we have none of the helps to the sight that you have in Spaceland.
If our friend comes closer to us we see his line becomes larger; if he leaves us it becomes smaller; but still he looks like a straight line; be he a Triangle, Square, Pentagon, Hexagon, Circle, what you will-a straight Line he looks and nothing else.
You may perhaps ask how under these disadvantagous circumstances we are able to distinguish our friends from one another: but the answer to this very natural question will be more fitly and easily given when I come to describe the inhabitants of Flatland. For the present let me defer this subject, and say a word or two
about the climate and houses in our country.
...
FLATLAND, PART 1, THIS WORLD, SECTION 1, Of the Nature of Flatland by Edwin A. Abbott, 1884

Friday, July 21, 2006

mauve Σαρπηδώνας


Το ομορφότερο αγγείο. Ο Ύπνος με τον αδερφό του το Θάνατο μεταφέρουν το νεκρό Σαρπηδώνα στον κάτω κόσμο... Ευξίθεος ο κεραμοποιός και Ευφρόνιος ο ζωγράφος... χμμ νομίζω, μπορεί νά'ναι κι αντίστροφα...

mauve αφιέρωση

Αφιερωμένο στο φίλο μου Μαίανδρο, που με blogoπαράσυρε και που τον αγαπώ σα να ήταν ο μικρός μου αδερφός. (εννοώ να είμασταν αγαπημένα αδερφάκια, όχι σαν τον Θανάση που επιμελώς κανόνιζε τη δολοφονία του Παύλου, τρελαμένος από τη ζήλια επειδή βύζαινε το μωρό κι εκείνος κοτζάμ μαντράχαλος στα 4μισυ χρόνια του ήθελε να του λέει η μαμά του συνέχεια την ώρα, γιατί είχε το ρολόι στο χέρι που κράταγε το κεφάλι του μωρού και κάθε που κύτταγε για να του πει, έπεφτε το παιδί τ'ανάσκελα... καλά ήταν κι αστροπελέκι η Όλγα, η μάνα τους... χμμ άσχετο)
Αφιερωμένο λοιπόν στον αυθόρμητο κι ακριβό μου φίλο, αυτό το λουλουδάκι και σε όλους εσάς εδώ μέσα που τον έχετε βάλει στην καρδιά σας και το link σας φυσικά...


ε υ χ ή

m a u v e g h o s t



Tuesday, July 04, 2006

mauve sidharta

In the shade of the house, in the sunshine of the riverbank near the boats, in the shade of the Sal-wood forest, in the shade of the fig tree is where Siddhartha grew up, the handsome son of the Brahman, the young falcon, together with his friend Govinda, son of a Brahman. The sun tanned his light shoulders by the banks of the river when bathing, performing the sacred ablutions, the sacred offerings. In the mango grove, shade poured into his black eyes, when playing as a boy, when his mother sang, when the sacred offerings were made, when his father, the scholar, taught him, when the wise men talked. For a long time, Siddhartha had been partaking in the discussions of the wise men, practising debate with Govinda, practising with Govinda the art of reflection, the service of meditation. He already knew how to speak the Om silently, the word of words, to speak it silently into himself while inhaling, to speak it silently out of himself while exhaling, with all the concentration of his soul, the forehead surrounded by the glow of the clear-thinking spirit. He already knew to feel Atman in the depths of his being, indestructible, one with the universe. Joy leapt in his father's heart for his son who was quick to learn, thirsty for knowledge; he saw him growing up to become great wise man and priest, a prince among the Brahmans. Bliss leapt in his mother's breast when she saw him, when she saw him walking, when she saw him sit down and get up, Siddhartha, strong, handsome, he who was walking on slender legs, greeting her with perfect respect. Love touched the hearts of the Brahmans' young daughters whenSiddhartha walked through the lanes of the town with the luminous forehead, with the eye of a king, with his slim hips. But more than all the others he was loved by Govinda, his friend, the son of a Brahman. He loved Siddhartha's eye and sweet voice, he loved his walk and the perfect decency of his movements, he loved everything Siddhartha did and said and what he loved most was his spirit, his transcendent, fiery thoughts, his ardent will, his high calling. Govinda knew: he would not become a common Brahman, not a lazy official in charge of offerings; not a greedy merchant with magic spells; not a vain, vacuous speaker; not a mean, deceitful priest; and also not a decent, stupid sheep in the herd of the many. No, and he, Govinda, as well did not want to become one of those, not one of those tens of thousands of Brahmans. He wanted to follow Siddhartha, the beloved, the splendid. And in days to come, when Siddhartha would become a god, when he would join the glorious, then Govinda wanted to follow him as his friend, his companion, his servant, his spear-carrier, his shadow. Siddhartha was thus loved by everyone. He was a source of joy for everybody, he was a delight for them all.

But he, Siddhartha, was no a source of joy for himself, he found no delight in himself. Walking the rosy paths of the fig tree garden, sitting in the bluish shade of the grove of contemplation, washing his limbs daily in the bath of repentance, sacrificing in the dim shade of the mango forest, his gestures of perfect decency, everyone's love and joy, he still lacked all joy in his heart. Dreams and restless thoughts came into his mind, flowing from the water of the river, sparkling from the stars of the night, melting from the beams of the sun, dreams came to him and a restlessness of the soul, fuming from the sacrifices, breathing forth from the verses of the Rig-Veda, being infused into him, drop by drop, from the teachings of the old Brahmans._
SIDDHARTHA, an Indian Tale, by Hermann Hesse

Blog Archive