moderate grayish violet to moderate reddish purple

Monday, January 29, 2007

αμβρόσιος Прокудин



Από το τελευταίο post του Αμβρόσιου ( photographer to the tsar - 29.1.07) έμαθα τον Prokudin!

Ψάχνοντας στο Internet βρήκα καταπληκτικό υλικό για τον φωτογράφο αυτό που στις αρχές του 20ου αιώνα είχε εξελίξει μια μέθοδο έγχρωμης εκτύπωσης, φωτογραφίζοντας ασπρόμαυρα με τα τρία βασικά φίλτρα (Red, Green, Blue) σε τρεις διαφορετικές διάφανες επιφάνειες και μετά αλληλοκαλύπτοντας αυτές τις εκτύπωνε με ειδικό φωτισμό κι έπαιρνε τα έγχρωμα αποτελέσματα του.
Εκτός από το πανέξυπνο κόλπο, μέσα από το έργο του, σώθηκαν εικόνες των αρχών του 20ου αιώνα με απόλυτη ευκρίνεια στην απόδοση για τη ζωή και τον πολιτισμό των ανθρώπων στη Ρωσσία.

Η πρώτη φωτογραφία δείχνει τα δικτυώματα μιας μεταλλικής γέφυρας που πρόκειται να στηθεί και η δεύτερη ένα τοπίο με στάχυα, όπου φαίνεται στις άκρες τους και η αλληλοεπικάλυψη των διαφορετικών φιλτραρισμένων επιφανειών.




Καλά τον Αμβρόσιο τον λατρεύω :-)))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))



Βρήκα το ψάρι που λέει o Amvro και είναι όντως καταπληκτικό έργο!



Saturday, January 27, 2007

τ σ ά ι

τσάι γιασεμί...

αναμιγνύουν πράσινο τσάι και άνθη γιασεμιού μέσα σε πανάρχαια σκεύη που κοχλάζουν για τέσσερεις ώρες. Τα άνθη έχουν μαζευτεί πρωί, πρωί, φυλαχθεί σε δροσερό μέρος και κατά το σούρουπο ξεκινά η ανάμειξη τους με τα φύλλα του πράσινου τσαγιού.
7 φορές επαναλαμβάνεται το βράσιμο, μέχρι να τραβήξουν τα φύλλα το άρωμα των ανθών.
κι ύστερα ξεδιαλέγονται άσπρα ανθάκια από πράσινα μυρωδάτα φύλλα ή και τα αφήνουν μαζί για ωραίο αισθητικό αποτέλεσμα, αν και τα άνθη δεν έχουν πλέον ίχνος μυρωδιάς.

ύστερα πάω και το παίρνω εγώ το τσάι από κάπου τέλος πάντων, αλλά για το αισθητικό τούτο του post από ένα παζάρι ανατολίτικο, βράζω νερό, γεμίζω τη τσαγιέρα μου και ρίχνω μια μυστική ποσότητα τσαγιού μέσα, το αφήνω τρία λεπτά και το σερβίρω σε γυάλινα ποτηράκια αγορασμένα από ανατολίτικο παζάρι και αυτά. καμμιά φορά το κάνω αλλιώς, αναμιγνύω τσάι και βραστό νερό σε άλλο σκεύος και το βάζω μετά από ανακάτεμα για ένα λεπτό στη τσαγιέρα, έτσι ώστε να μην έχει μέσα φύλλα και να μη χρειάζεται σούρωμα και να μην αλλάζει, έστω και λίγο, η γεύση...

αυτά...
τσάι λοιπόν και διάβασμα περιμένοντας τον χειμώνα...

Tuesday, January 23, 2007

μ ο ν ο π ά τ ι


Ένας τόπος.

Ένα μονοπάτι οδηγεί σε αυτόν.

Τρεις χαρακτήρες το περπατούν.

Τρεις διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης.

Οι χαρακτήρες είναι ρόλοι και συμβολίζουν διαθέσεις και φορτίσεις πάνω σε έναν τόπο.

Η Χήρα, μαυροφορεμένη, οδηγείται από την πορεία που έχει επιβάλλει στον εαυτό της λόγω της μνήμης του νεκρού της. Μια καθημερινή πορεία που περιέχει το άναμα μιας φλόγας στο κενοτάφιο του κοιμητηρίου και την επίσκεψη στο αρχείο μιας βιβλιοθήκης με τ’όνομα του άντρα της περασμένο σε έναν κατάλογο. Χαμένος στη θάλασσα εκείνος της άφησε κληρονομιά να περπατά το μονοπάτι δίπλα της, σε εκείνη που μισεί όσο καμμιά άλλη στον κόσμο όλο μια και της πήρε τον αγαπημένο της και τον βύθισε στο δικό της έρωτα. Είναι μια ακολουθία με συγκεκριμένους στόχους, με ίδιες παύσεις και κινήσεις, χρονομετρημένες με λόγια ιερά, κατάρες και μοιρολόγια. Κόμποι ισότιμα μοιρασμένοι και δεμένοι σ’ένα σκοινάκι... Η χήρα είναι ο Χρήστης αυτού του τόπου.

Ο Τουρίστας, νέο παιδί από κάπου μακριά, ηλιοχτυπημένος και κοκκινωπός με μακριά καστανά μαλλιά και σακίδιο, μποτάκια αναρρίχησης, κάλτσες ξεχειλωμένες και σορτσάκι, περπατά τυφλός σαν Οιδίποδας εξορισμένος. Αντιγόνη του, κάποιοι χάρτες, οδηγοί με μικρά γράμματα, περιεκτικά λόγια και ασπρόμαυρες φωτογραφιούλες και διάφορες πινακίδες με σύμβολα ξένα που κάπως τα καταλαβαίνει αλλά και χαίρεται να τα ερμηνεύει λάθος μια κι έτσι νοιώθει το νέο τόπο καλύτερα. Θα σταθεί σε αυτό το βράχο να ξαποστάσει πρώτη στιγμή, στον τοίχο του νεκροταφίου μια και όλος είναι σπαρμένος με μαρμάρινες χούφτες νερού και λίγη σκιά – από την εξωτερική του μεριά. Εδώ θα συναντήσει τη Χήρα για πρώτη φορά, θα της μιλήσει κι εκείνη θα του δείξει προς μια κατεύθυνση, χωρίς να ξέρει τι ρώτησε ο νέος αλλά γνωρίζοντας καλά τι θέλει. Το χέρι της θα ευθυγραμμιστεί με το μονοπάτι, αλλά λόγω της στροφής πιο πάνω θα καταλήξει τελικά στον εχθρό της – τη θάλασσα. Θα ευχαριστήσει, θα ρίξει νερό μέσα κι έξω του και θα κάτσει να ξεκουραστεί λίγο. Ο τουρίστας είναι ο Επισκέπτης.

Ο Ποιητής έχει ρίζα από αυτόν τον τόπο. Κοσμογυρισμένος, επέστρεψε για λίγο στο βράχο του, εκείνον που τον ενέπνευσε στα ξένα να δημιουργήσει. Κάνει περίπατο και παρατηρεί. Στον ίδιο δρόμο επέλεξε μια πορεία πάνω στον τοίχο του νεκροταφείου για να έχει πανοπτικό. Είχε στείλει παλιά χρήματα για να φτιαχτούν οι βρύσες στον τοίχο αυτό – το μόνο κάθετο όρθωμα δίπλα στο μονοπάτι που οδηγεί στον τόπο του. Εδώ συναντά και τη μαυροφορεμένη κίνηση της χήρας και τα ερωτηματικά κυκλάκια του τουρίστα. Τους κυττά, αθέατος ο ίδιος από αυτούς. Θα σκαλίσει στο μυαλό του τις διαφορές τους και αυτή εκεί την πρώτη στιγμή που οδήγησε όλες τις κινήσεις σε στάση στο ίδιο σημείο του μονοπατιού. Ο ποιητής είναι ο Παρατηρητής.

Στους τόπους, γινόμαστε χρήστες, επισκέπτες ή παρατηρητές. Τους ρόλους αυτούς τους έχουμε παίξει όλοι. Πότε πότε και όλους μαζί. Θέλει όμως να ξέρεις την πρωταρχική σου θέση κάθε φορά. Δεν έχει να κάνει με την ευχέρεια κάποιου να τα κάνει όλα συγχρόνως. Έχει σχέση με την επιλογή ενός για να ορίσουμε τον τόπο, από αυτή τη θέση.

Η χήρα όταν ήρθε κοριτσάκι νύφη στο πρώτο καπετανέικο σπίτι αυτού του τόπου, ήταν όπως κι ο τουρίστας. Την οδηγούσαν κάποιοι αλλά εκείνη τα ζούσε αλλιώς τα βήματα της τα πρώτα και χαμογελούσε. Είχε φτύσει τον κόρφο της παιρνώντας γρήγορα, χωρίς στάση, μπροστά από την “πόλη των νεκρών”. Μετά από καιρό αγνάντεψε τη θάλασσα. Έβαλε σημάδια στα ανεβάσματα και τα στασίδια της. Κέντησε και το λουλουδάκι του τόπου στα μεταξωτά της. Έγινε παρατηρητής. Κι ύστερα με μιας, όταν της έφεραν τα μαντάτα, ακούμπησε στο βράχο κι έγινε κομμάτι του. Ένα μ’αυτόν, κόλλησε πάνω του και δε ξανάβρεξε μήτε τα πόδια της στη θάλασσα. Ο βράχος έγινε ο άντρας της κι εκείνη ξέροντας το καλά, άρχισε να επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις πάνω του κάθε μέρα, να κάνει τις ίδιες παύσεις, τα ίδια γυρίσματα σα νά’ριχνε σαϊτιές στον αργαλειό και να ακολουθούσε τον αχό ενός δεκαπεντασύλλαβου.

Ο τουρίστας σαν επισκέπτης οδηγείται από σύμβολα και σημάδια. Θα τα καταγράψει όλα αυτά. Θα τα ρουφήξει να τα έχει. Η παρατήρηση για αυτόν θα γίνει στο αναμάσημα. Στη μνήμη του όταν θα έχει φύγει και θα τα ανακαλέσει όλα να τα θυμηθεί ή θα του τα ξυπνήσει ένα σκίτσο ή μια γραφή. Κι αν ο τόπος τον κάνει δικό του θα γίνει κι εκείνος χρήστης του.

Ο ποιητής έχει περάσει κι από τα άλλα στάδια και πια δύσκολα βγαίνει από το ρόλο του. Παρατηρεί και μόνο δημιουργώντας προσπαθεί να ξαναβρεί την ανεμελιά του επισκέπτη και την ειλικρινή υποταγή του χρήστη. Σε άλλους τόπους ξαναθυμάται και τους άλλους ρόλους.

Κι οι τρεις χαρακτήρες, από άλλο σημείο ο καθένας, με διαφορετική κίνηση και προσωπικούς στόχους ανακαλύπτουν έναν τόπο.

Ο τόπος δεν είναι τίποτα χωρίς το μονοπάτι.

Σε αυτό ορθώθηκε ο τοίχος του κοιμητηρίου.

Αυτό βαδίζουν οι ρόλοι για να αποδειχθούν χρήστες, επισκέπτες και παρατηρητές.

Είναι το θαυμάσιο κενό του και η πολυεπίπεδη απλωσιά του ενός μυνήματος πάνω στο άλλο σα ριζόχαρτα αλληλοκαλυπτόμενα, που κάνει αυτό να εξηγεί έναν τόπο τελικά.

Κι αν γίνει το μονοπάτι τόπος;

Κι οι τόποι, κόμποι στο σκοινάκι του;

Τότε ίσως χρειαστούμε ένα άλλο σύστημα αντίληψης του. Ένα μονοπάτι που θα εξηγήσει το μονοπάτι.

Ίσως τη σκιά του την ίδια...


Monday, January 22, 2007

t r e e


A tree…
There above my head, tall and embracing and old with experience and giving nature.
There stands the tree next to my window, talking to me this windy night…
throwing his branches at my window and asking for my attention.
And I stand naked in front of your power, oh tree.
And I will come, like last night and embrace you and cry in your arms.
And I will be aroused once again and I will call you lover…

And I will breathe in your moist scent and tighten my hug till my arms get numb and drop and then I will circumnavigate around you and play the indian game of my youth and dance and you will be like fire only warmer… hotter… melting me like a little candle that I am in front of sun itself, pouring me like gold to a ring mold amidst gypsum carvings, shining me up with velvet cloth and fresh spit…



Είδα το Fountain του Aronofsky και τώρα ακούω τη μουσική του Clint Mansell και θυμήθηκα ένα παλιό μου σημειωματάριο που το κρατούσα στα αγγλικά. Έγραψε κι ο Laughing Sheep ένα σχόλιο στο προηγούμενο post μου και με έπιασε κάτι που δε ξέρω τι είναι ακριβώς αλλά που σίγουρα ήθελα να βγει εδώ στο blog μου.