moderate grayish violet to moderate reddish purple

Tuesday, January 23, 2007

μ ο ν ο π ά τ ι


Ένας τόπος.

Ένα μονοπάτι οδηγεί σε αυτόν.

Τρεις χαρακτήρες το περπατούν.

Τρεις διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης.

Οι χαρακτήρες είναι ρόλοι και συμβολίζουν διαθέσεις και φορτίσεις πάνω σε έναν τόπο.

Η Χήρα, μαυροφορεμένη, οδηγείται από την πορεία που έχει επιβάλλει στον εαυτό της λόγω της μνήμης του νεκρού της. Μια καθημερινή πορεία που περιέχει το άναμα μιας φλόγας στο κενοτάφιο του κοιμητηρίου και την επίσκεψη στο αρχείο μιας βιβλιοθήκης με τ’όνομα του άντρα της περασμένο σε έναν κατάλογο. Χαμένος στη θάλασσα εκείνος της άφησε κληρονομιά να περπατά το μονοπάτι δίπλα της, σε εκείνη που μισεί όσο καμμιά άλλη στον κόσμο όλο μια και της πήρε τον αγαπημένο της και τον βύθισε στο δικό της έρωτα. Είναι μια ακολουθία με συγκεκριμένους στόχους, με ίδιες παύσεις και κινήσεις, χρονομετρημένες με λόγια ιερά, κατάρες και μοιρολόγια. Κόμποι ισότιμα μοιρασμένοι και δεμένοι σ’ένα σκοινάκι... Η χήρα είναι ο Χρήστης αυτού του τόπου.

Ο Τουρίστας, νέο παιδί από κάπου μακριά, ηλιοχτυπημένος και κοκκινωπός με μακριά καστανά μαλλιά και σακίδιο, μποτάκια αναρρίχησης, κάλτσες ξεχειλωμένες και σορτσάκι, περπατά τυφλός σαν Οιδίποδας εξορισμένος. Αντιγόνη του, κάποιοι χάρτες, οδηγοί με μικρά γράμματα, περιεκτικά λόγια και ασπρόμαυρες φωτογραφιούλες και διάφορες πινακίδες με σύμβολα ξένα που κάπως τα καταλαβαίνει αλλά και χαίρεται να τα ερμηνεύει λάθος μια κι έτσι νοιώθει το νέο τόπο καλύτερα. Θα σταθεί σε αυτό το βράχο να ξαποστάσει πρώτη στιγμή, στον τοίχο του νεκροταφίου μια και όλος είναι σπαρμένος με μαρμάρινες χούφτες νερού και λίγη σκιά – από την εξωτερική του μεριά. Εδώ θα συναντήσει τη Χήρα για πρώτη φορά, θα της μιλήσει κι εκείνη θα του δείξει προς μια κατεύθυνση, χωρίς να ξέρει τι ρώτησε ο νέος αλλά γνωρίζοντας καλά τι θέλει. Το χέρι της θα ευθυγραμμιστεί με το μονοπάτι, αλλά λόγω της στροφής πιο πάνω θα καταλήξει τελικά στον εχθρό της – τη θάλασσα. Θα ευχαριστήσει, θα ρίξει νερό μέσα κι έξω του και θα κάτσει να ξεκουραστεί λίγο. Ο τουρίστας είναι ο Επισκέπτης.

Ο Ποιητής έχει ρίζα από αυτόν τον τόπο. Κοσμογυρισμένος, επέστρεψε για λίγο στο βράχο του, εκείνον που τον ενέπνευσε στα ξένα να δημιουργήσει. Κάνει περίπατο και παρατηρεί. Στον ίδιο δρόμο επέλεξε μια πορεία πάνω στον τοίχο του νεκροταφείου για να έχει πανοπτικό. Είχε στείλει παλιά χρήματα για να φτιαχτούν οι βρύσες στον τοίχο αυτό – το μόνο κάθετο όρθωμα δίπλα στο μονοπάτι που οδηγεί στον τόπο του. Εδώ συναντά και τη μαυροφορεμένη κίνηση της χήρας και τα ερωτηματικά κυκλάκια του τουρίστα. Τους κυττά, αθέατος ο ίδιος από αυτούς. Θα σκαλίσει στο μυαλό του τις διαφορές τους και αυτή εκεί την πρώτη στιγμή που οδήγησε όλες τις κινήσεις σε στάση στο ίδιο σημείο του μονοπατιού. Ο ποιητής είναι ο Παρατηρητής.

Στους τόπους, γινόμαστε χρήστες, επισκέπτες ή παρατηρητές. Τους ρόλους αυτούς τους έχουμε παίξει όλοι. Πότε πότε και όλους μαζί. Θέλει όμως να ξέρεις την πρωταρχική σου θέση κάθε φορά. Δεν έχει να κάνει με την ευχέρεια κάποιου να τα κάνει όλα συγχρόνως. Έχει σχέση με την επιλογή ενός για να ορίσουμε τον τόπο, από αυτή τη θέση.

Η χήρα όταν ήρθε κοριτσάκι νύφη στο πρώτο καπετανέικο σπίτι αυτού του τόπου, ήταν όπως κι ο τουρίστας. Την οδηγούσαν κάποιοι αλλά εκείνη τα ζούσε αλλιώς τα βήματα της τα πρώτα και χαμογελούσε. Είχε φτύσει τον κόρφο της παιρνώντας γρήγορα, χωρίς στάση, μπροστά από την “πόλη των νεκρών”. Μετά από καιρό αγνάντεψε τη θάλασσα. Έβαλε σημάδια στα ανεβάσματα και τα στασίδια της. Κέντησε και το λουλουδάκι του τόπου στα μεταξωτά της. Έγινε παρατηρητής. Κι ύστερα με μιας, όταν της έφεραν τα μαντάτα, ακούμπησε στο βράχο κι έγινε κομμάτι του. Ένα μ’αυτόν, κόλλησε πάνω του και δε ξανάβρεξε μήτε τα πόδια της στη θάλασσα. Ο βράχος έγινε ο άντρας της κι εκείνη ξέροντας το καλά, άρχισε να επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις πάνω του κάθε μέρα, να κάνει τις ίδιες παύσεις, τα ίδια γυρίσματα σα νά’ριχνε σαϊτιές στον αργαλειό και να ακολουθούσε τον αχό ενός δεκαπεντασύλλαβου.

Ο τουρίστας σαν επισκέπτης οδηγείται από σύμβολα και σημάδια. Θα τα καταγράψει όλα αυτά. Θα τα ρουφήξει να τα έχει. Η παρατήρηση για αυτόν θα γίνει στο αναμάσημα. Στη μνήμη του όταν θα έχει φύγει και θα τα ανακαλέσει όλα να τα θυμηθεί ή θα του τα ξυπνήσει ένα σκίτσο ή μια γραφή. Κι αν ο τόπος τον κάνει δικό του θα γίνει κι εκείνος χρήστης του.

Ο ποιητής έχει περάσει κι από τα άλλα στάδια και πια δύσκολα βγαίνει από το ρόλο του. Παρατηρεί και μόνο δημιουργώντας προσπαθεί να ξαναβρεί την ανεμελιά του επισκέπτη και την ειλικρινή υποταγή του χρήστη. Σε άλλους τόπους ξαναθυμάται και τους άλλους ρόλους.

Κι οι τρεις χαρακτήρες, από άλλο σημείο ο καθένας, με διαφορετική κίνηση και προσωπικούς στόχους ανακαλύπτουν έναν τόπο.

Ο τόπος δεν είναι τίποτα χωρίς το μονοπάτι.

Σε αυτό ορθώθηκε ο τοίχος του κοιμητηρίου.

Αυτό βαδίζουν οι ρόλοι για να αποδειχθούν χρήστες, επισκέπτες και παρατηρητές.

Είναι το θαυμάσιο κενό του και η πολυεπίπεδη απλωσιά του ενός μυνήματος πάνω στο άλλο σα ριζόχαρτα αλληλοκαλυπτόμενα, που κάνει αυτό να εξηγεί έναν τόπο τελικά.

Κι αν γίνει το μονοπάτι τόπος;

Κι οι τόποι, κόμποι στο σκοινάκι του;

Τότε ίσως χρειαστούμε ένα άλλο σύστημα αντίληψης του. Ένα μονοπάτι που θα εξηγήσει το μονοπάτι.

Ίσως τη σκιά του την ίδια...


No comments: