Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα.
Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους. Είναι ένας τοίχος αλειμμένος μ’ ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκόνωνταν και εξείχαν σα να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν εκρέμονταν από τους τοίχους. Αργά εκατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαρειά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως.
ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ. Ένας λαός εφάνηκε σαν τους δωριείς. Τελευταίο έθνος ανθρώπων πέρασε τον ορίζοντα και παρουσιάστηκε. Είναι χτίστες από την Ξάνθη. Νύχτες που κράτησαν όσο γενηές αφουγκράζονταν τους σεισμούς κι ελάτρεψαν την τέχνη των σπιτιών. Από πανάρχαια παράδοση οικογένειες από σπουδαίους τεχνίτες. Νομάδες που ποτέ δεν κατοικούν κι όλο φεύγουν. Εκεί όπου τους καλούν κι από φήμες έμαθαν να τους καλούν να χτίσουν κι ακριβοπληρώνονται. Η χώρα αυτή ρημάχτηκε και κάλεσαν τους χτίστες για να ξαναχτιστεί. Οι χτίστες έφτασαν εδώ και είναι ειδοποιημένοι. Άκουσαν και εδέχτηκαν παραγγελίες. Συμφώνησαν για ένα χτίσιμο και ήρθαν. Μέρες και νύχτες δούλευαν κι όλες μαζί οι οικογένειες των χτιστών να κουβαλούν με βιασύνη. Όσοι πεθαίναν πάνω στη δουλειά τους έθαβαν μακρυά κι εκείνα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ τα θανατώσαν. Έφευγαν για τις μακρυνές κηδείες και πάλι εξανάρχονταν το βράδυ και δουλεύαν. Έτσι εστήθηκαν παντού μεγάλα οικοδομήματα με σκαλιστές προσόψεις και κάμαρες απανωτές σα να γεννούσε η μιά την άλλη για πολλά σόγια ανθρώπων και θόλοι από κρύσταλλο. Τώρα οι χτίστες τέλειωσαν και γιόρτασαν ανάβοντας φωτιές. Χόρεψαν πάνω στα κάρβουνα και μούγκριζαν κι εκλαίγαν. Φύγαν και χάθηκαν. Άδεια τα θεώρατα σπίτια κι ένας αέρας από κρύον ήλιο σφαλά τα μεγάλα παράθυρα και πάλι τα ξανάνοιγε. Οι θόλοι με τριγμούς να συγκρατούν το φως. Μη χυθεί μέσα και περιχύσει και μια βαρειά αναπνοή από το σκαμμένο χώμα. Ορθάνοιχτα κι αδειανά εκείνα τα σπίτια στέκονται τώρα αδειανά και μοναχά η ηχώ των τραγουδιών της θράκης.
Πόσος καιρός επέρασε από το νερό; Ήσυχα ρώτησε ο κύρηκας. Έγειρε κι εκοιμήθη.
(ΧΤΙΣΤΕΣ – απόσπασμα. Γ. Χειμωνάς)
No comments:
Post a Comment