moderate grayish violet to moderate reddish purple

Tuesday, August 29, 2006

β ό λ τ α

ανασηκώθηκα να βάλω το πουκάμισο
να κάτσει

πρώτο στη θέση του οδηγού.
να μη τσαλακωθεί.
άνοιξα τα 3 πρώτα του
κουμπιά.
ελευθερώθηκαν γιορντάνια
η μπλε μου η χάντρα
ο σταυρός
κι ο κύκλος με τα σύμβολα γραφής.

κατέβασα το παράθυρο
άναψα τσιγάρο
έβαλα nuretin να παίζει
και ξεκίνησα τ'αμάξι...

πέρασα πάνω
από τα γνώριμα των ποδιών μου,
μπροστά
από τη τζαμαρία με τα τρενάκια,
το περίπτερο του άγγελου
κάτω
από το μπαλκόνι του δημήτρη...

ήδη με είχε συνεπάρει
η μουσική,
έμπαινε τώρα το aziz istanbul
κι εγώ μαζί του
είχα διακτινιστεί στην Πόλη
του '30
όχι κανάς σπουδαίος...
σωφέρ
με καπέλο
να περιμένω τον εφέντη
και να ακούω
τ'αηδόνι καλύτερα έξω
παρά μέσα
μια και πού
τοίχοι
ν'αντέξουν το εύρος της φωνής

ψέλισα λίγο τα λόγια
του τραγουδιού
και βγήκα στο μεγάλο δρόμο.

βράδυ
γλυκό βράδυ
σκοτάδι ζεστό
δίχως φεγγάρι
μ'άστρα πολλά
περισσότερα στο κάθε ξεμάκρισμα
απ'την πόλη.

στα 32 δευτερόλεπτα
του ανεβάσματος
τό'χα φτάσει 195
μ'όλα τα παράθυρα ανοιχτά
και στην ελεύθερη πτώση
τ'άφησα απ'το γκάζι
κι έπεσε μόνο του
κι έμεινα στη μεσαία
να παρατηρώ
τις άσπρες γραμμές
δεξιά κι αριστερά
να προσπαθούν να συγκλίνουν
και να ακούω χειροκροτήματα

βγήκα δεξιά
και σταμάτησα σ'έναν έρημο
χωματόδρομο.
πάτησα χώμα
κι ακουγόταν
το Sοyle Sevgili.

ήθελα να κλάψω
τόσο παράπονο
δεν τα κατάφερα
κιχ δεν έβγαλα
δεν ήξερα που ήμουν
είδα κάτι σκουπίδια
και κατάλαβα

μύρισε γιασεμί
θυμήθηκα ένα βαρύ φιλί
άσχετο
από άλλον
πιο παλιά.
χαμογέλασα
γιασεμί και φιλί
νά'ναι το ίδιο
το ένα να φέρνει τ'άλλο...

λίγο πιο κάτω βρήκα μια γέφυρα
κι έκανα αναστροφή.
σταμάτησα και την κασέτα
κι έπιασα ράδιο.
ήθελα να ακούσω τη γλώσσα μου
έπεσα πάνω
στη λίτσα
"νύχτα στάσου"
κι έβαλα
τα κλάματα

Monday, August 28, 2006

01-ιστορία φανταστική-Οικία Ευριπίδη

...σα ρόδι που έσπασε για γούρι, άνοιξε ο αρχαίος κουμπαράς...

Αθήναι, 1843

Στα χρόνια του Όθωνα, βαυαροί αρχιτέκτονες, τοπογράφοι και αρχαιολόγοι, πολεοδόμησαν, χαρτογράφησαν κι ανέσκαψαν τον τόπο των ονείρων κάθε ρομαντικού δυτικού της εποχής τους. Έψαξαν να βρουν σημαντικά κτίρια και θεμέλια – ότι είχε απομείνει από την αρχαιότητα. Ότι είχε σωθεί από τις καταστροφές των χριστιανών και των μουσουλμάνων τα τελευταία 1500 χρόνια.

Μέσα στη μεγάλη τους χαρά, πολλές φορές λάθεψαν. Αστόχησαν στα σπίτια μεγάλων στρατηγών, φιλόσοφων και ποιητών. Αστόχησαν και στο σπίτι του Ευριπίδη. Βρήκαν μια πλάκα – σφήνα καλύτερα, μια μονοκόματη ατόφια κοτρώνα από σιδερόπετρα που τριγύρω κανένα νταμάρι δε βγάζει, με διαστάσεις ικανές να ορίσουν κάλυψη 500 και τετραγωνικών μέτρων και επίπεδο που θα το ζήλευαν και οι δρόμοι της Αγίας Πετρούπολης, εκείνη την εποχή – 20 μέτρα κάτω από τη γή, αλλά στην ουσία μόνο 2 γιατί είχε καλυφθεί από ένα λοφίσκο (τούμπα το έλεγαν οι ντόπιοι), που αυτό άλλωστε τους έκανε να ξεκινήσουν και την ανασκαφή. Τι ήταν να βρουν σκαλισμένο εκεί το όνομα του μεγάλου τραγικού, τους έδωσε και τον τόπο της οικίας του. Εκεί κοντά στο σημερινό Μαρούσι.

Με ενθουσιασμό, εργοδότη έναν γερμανό φιλέλληνα και έμπνευση τη δουλειά του Schinkel, ο νέος και πολύ όμορφος Otto Hirschfeld, αρχιτέκτονας και φιλέλληνας και ο ίδιος, ανέλαβε να συνθέσει, απεικονίσει και κατασκευάσει ένα αρχοντικό – μια έπαυλη – πάνω σε αυτό που οι ειδικοί είχαν ορίσει ως την οικία του τελευταίου μεγάλου τραγικού...

Εκεί έστεκε μέχρι χθες ανάμεσα στο σημερινό Μαρούσι και το Χαλάνδρι. Στα όρια τους που μια από τη μια και μια από την άλλη της Κηφισίας έχει κατά καιρούς στηθεί κι ένα λούνα παρκ με όνομα πουλιών...

Αθήνα, 2004

Η γεωτεχνική μελέτη αποκάλυψε αργιλικό υπέδαφος.
Η άδεια κατεδάφισης βγήκε. Ακολούθησε και η οικοδομική άδεια.

Μετά άρχισε να βρέχει... Αναβολή στην αναβολή η κατεδάφιση δεν έγινε.

Έξι μήνες και δεν είχε γίνει.
Μονάχα έβρεχε.

Το νερό προχώρησε κάτω από το αργιλικό υπόστρωμα.

Φούσκωσε τη γη…
Το περήφανο αρχοντικό, σάλπαρε τρικάταρτος «Ολλανδός».
Σε μια μέρα σηκώθηκε 2 μέτρα και 20 πόντους ψηλά, μαζί με τα θεμέλια του.
Κορυφή ενός κύματος, ξεσήκωσε σε μια εβδομάδα την άσφαλτο που κάποτε ήταν δρόμος με όνομα μπροστά του και διένυσε 20 μέτρα!
Ούτε μια ρωγμή δεν είχε δημιουργηθεί στο παλαιό σπίτι.

Στερεωμένο πάνω σε αρχαία πλάκα μεγαλιθική, χτισμένο με θυσία κι ευλογημένο μέχρι κι από παπά, δεν είχε ερινύες να το κυνηγούν, μήτε και τύψεις γι’αυτά που σάρωνε στο διάβα του...

Σα να είχε σχέδιο εκπονημένο για πολλά χρόνια σοβαρό, έστριψε κι άρχισε ένα
slalom ζικ ζακ με την Κηφισίας σις στο κεμπάπ του...

Έψαχνε κάτι σημαντικό...

Μέχρι τον ερυθρό σταυρό του πήρε επτάμισυ μήνες να φτάσει, αλλά στη τροχιά του παρέσυρε τ’ακόλουθα:
Τα
village center και τα βωβοκτίρια μπροστά τους. Τσαλαπάτησε μαζί και τους θεατές μεσημεριανής προβολής ιστορικής ταινίας αμερικανικής παραγωγής καθώς και τον εγωϊσμό μηχανικών πολιτικών οδήγησης ολκής...
Το κέντρο τύπου των ολυμπιακών αγώνων κι όλο το καλατραβαλίκι του σταδίου. Εκτός από την αλάνα με το χωματάκι.
Τη φάτσα του Υγεία και τους 14 αγιοστρατίτες χαλανδρίου και νέου ψυχικού.
Τους ψηλούς φράκτες της φιλοθέης και του παλαιού ψυχικού μαζί με κάτι ψιλομύτικες επώνυμες αρχιτεκτονιές, καθώς κι όλη τη μάντρα του κολλεγίου, και το νέο τους κλειστό γυμναστήριο.
Το φάρο όλο, συμβολικά...
Ότι
corporate image κτίρια άλλων εκτός των προαναφερθέντων – αυτά με τα γυαλιά που αντανακλούν τον ήλιο και το καλοκαίρι από 45ο ανεβαίνει η θερμοκρασία στους 57ο βαθμούς κελσίου - τα πήρε και τα έκανε μπάζα μεμιάς.
Το γηροκομείο τη γλύτωσε, κι ο Δαναός, αλλά όλα τα απέναντι τα λιάνισε κανονικά...

Έστριψε κι άρχισε να ανηφορίζει ξανά προς τα βόρεια – δεν είχε βρει αυτό που έψαχνε κι είχε μπει και για τα καλά στο δήμο αθηναίων...
Του σφύριξαν κιόλας πως η οικία Αισχύλου στο μεταξουργείο είχε ήδη ακολουθήσει το παράδειγμα της και εμβόλιζε εκείνη ακριβώς τη στιγμή τη μητρόπολη αθηνών, αφού σε όλη την ερμού και την μητροπόλεως είχε αφήσει μόνο το μαγαζάκι του κυρ χαράλαμπου, το θανάση με τα κεμπάπ, την πλατεία αβυσσηνίας κι έναν χαλεπατζή από τα παλιά, όρθια...
Στην ανηφόρα για τον στόχο της η έπαυλη που έκτισε ο νέος γερμανός, φιλλέλην κι όμορφος
Otto Hirschfeld, διέλυσε την ισραηλίτικη πρεσβεία, κατέριψε 3 μαχητικά του πολέμου των 6 ημερών – κρυμένα για παν ενδεχόμενο, ισοπέδωσε μαγαζιά με πλακίδια τοίχου και δαπέδου, μια πράσινη τράπεζα παπάδων την έκανε χαλί, κι έστριψε εκεί δεξιά σαν ακριβό λαγωνικό που ξετρυπώνει πέρδικα στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως.
Διόλου συνεπαρμένη (η έπαυλη) από τη συγκίνηση που πλησίαζε στο τέλος, αφάνισε όλη τη
vodafone, πρεσβείες ιαπωνίας και κάτι άλλων ψιλών, κατοικία γερμανού πρέσβη, κτίρια γραφείων ενός ολλανδού και κάτι άλλων ψιλών, την αντιπροσωπεία της Porsche και μια ψαροταβέρνα που χρεώνει 400 ευρώ για δείπνο 5 με 2 ψάρια, σαλάτες και κρασιά...

Διέσχισε τα σίδερα απαλά, σα νάτανε χορεύτρια ιδανικιά
κι ήρθε και στρώθηκε γλυκά μπροστά απ΄την οικία καλουτά...

Εξαιτίας της ρίμας πισογύρισε, οπότε ας τα πω σωστά...
Μπήκε στο δρόμο για την πλατεία
Πάτησε εκεί που άλλοτε
rollroyούσαν βασιλιάδες σε ανοιχτό chinnoise, τραβώντας με ηθοποιούς για το μέγαρο της δούκισσας να παίξουν κινηματογράφο. Πορνό μαλακό με δόση foot fetish εξαδακτύλου κληρονομικό.
Χαιρέτησε φαντάσματα - 2 βίλλες φίλες της παλιές - πολυκατοικίες πια,
διάβηκε αέρινα την Καραολή & Δημητρίου σιγανά
κι άναψε στη μνήμη τους κερί, στον αη νικόλα νά’χουν συντροφιά...

19 μήνες μετά
απ’την ανάσταση της για να ξαποστάσει
στάθηκε σε μιαν οδό, εμπορική, στην Χαϊμαντά
βιτρίνες να απολαύσει...

Την περίμενε εκεί πλήθος κόσμου με χαρά.
Την περίμενε ο
Le Corbusier, ο Ξενάκης και ο Τεν τεν.
Επίσης ο Ταρζάν, ο Τατί κι ο Παπέν (πάει με τον Τεν τεν).
Ήτο ο Δήμαρχος εκεί καθώς και άλλοι πολιτικοί.
Νηπιαγωγεία και σχολειά, σύλλογοι, σωματεία κι αδέσποτα σκυλιά.
Έμποροι, αθλητές και αδερφές
Καθώς κι ένας γέρος, ίδιος με δέντρο αϊθαλές...
Επίσης η
Mairilyn Monroe και η Oum Koulsoum,
η Κατίνα Παξινού κι όλοι απ’το ΠΟΥΜ...

Η οικία προχώρησε αργά.
Απομακρύνθηκε από τις φανφάρες και τα λόγια τα πολλά.
Αποσύρθηκε στον τόπο του σημαντικού της ιδιοκτήτη, απ’όπου κράταγε και η φήμη της.

Είχε κουραστεί.

Περίμενε μιαν άλλη Αττική... Είχε συγκρατήσει στους τοίχους της που έστηναν αυτί στους ιδιοκτήτες και ενοίκους της κατά καιρούς, διάφορες περιγραφές για την Αθήνα και τις πολεοδομικές της επεκτάσεις από διάσημους αρχιτέκτονες – έλληνες στο εξωτερικό μα και μέσα στη χώρα που διέπρεπαν και είχαν κτίσει μπραζίλιες και ισλαμαμπάντ, αμβούργα και βερολίνα αλλά και νέα κτίρια που ακολουθούσαν τον δρόμο μπροστά της μέχρι το κέντρο της Αθήνας και κοσμούσαν την πόλη και το λεκανοπέδιο του τέλειου κλίματος.

Ήταν άνθρωποι βαθιά νυχτωμένοι κι ονειρεύονταν εκείνοι που μιλούσαν φωναχτά και κρυφάκουγαν οι τοίχοι της, που δεν ήθελαν να ξέρουν την αλήθεια των έργων των πολιτικών της μίζας, της συμφοράς και του ρουσφετιού και των πράξεων των εργολάβων του φθηνορού (φθηνό και γρήγορο μαζί), της ιδεολογικής κατατονίας, και της αισθητικής και ηθικής ανυπαρξίας....

Έκατσε στη μέση 2 δρόμων ακριβώς. Εκεί ήταν του ποιητή της η θέση της γέννησης του, η ακριβής. Αριστοφάνους και Χαϊμαντά to be exact
Χαμογέλασε. Σκέφθηκε είχαν χιούμορ οι αρχές να δώσουν το όνομα εκείνου που σάρκασε πιότερο απ’όλους τον ποιητή της στο δρόμο πάνω από το ίχνος της οικίας του...
(
συνεχίζεται)

Friday, August 18, 2006

ά τ ι τ λ ο

τυφλό σχέδιο

Thursday, August 10, 2006

ποιήματα, δυο που αγαπήθηκαν

kserw pws sou glikostalazei t' asteri mou, sou anavei
το ξέρω το λαμπερό σου σημαδάκι
mikra fwtakia se diamerismatakia apo pagwmena

έντονα κυττώ να το βρω μέσα στο βράδυ
diamantia kai omixli, me galazies endeikseis kai

κάτω από ασήμαντες φωταψίες
kapnous, sta pio trifera sou vimatakia, sti stoa,
περπατώντας με τα χέρια στις τσέπες. σκυφτός
skiftos, sinantas tin psixi mou, ti xairetas ki egw
για να σε ανακαλύψω στους αρμούς των πλακόστρωτων,
to mathenw apo ta entoma kai ta mikra poulia
κι αφήνω μύνημα σε ένα ψωμάκι


oi aplwmenes mou amarties san xartia tis trapoulas
οι αμαρτωλές μου μνήμες, μπλόφες στο παιχνίδι
lene to parelthon, i porta kleinei amixana ap' to xeri
μας, πρόβλεψαν το μέλλον κι άνοιξα το παράθυρο
sou, oi kairoi aftoi metakomizoun tin istoria mas
στους 22 ορόφους, τέτοιο που ήταν να το πετάξω.
stous diadromous tou iposiniditou, katw apo
το βυθό φοβήθηκα όπου τα όνειρα μας,
anavrazonta nisia kai palia spitia
βυθισμένα θα τα κρατήσει

ξ ό ρ κ ι_2

Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα.

Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους. Είναι ένας τοίχος αλειμμένος μ’ ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκόνωνταν και εξείχαν σα να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν εκρέμονταν από τους τοίχους. Αργά εκατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαρειά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως.


ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ. Ένας λαός εφάνηκε σαν τους δωριείς. Τελευταίο έθνος ανθρώπων πέρασε τον ορίζοντα και παρουσιάστηκε. Είναι χτίστες από την Ξάνθη. Νύχτες που κράτησαν όσο γενηές αφουγκράζονταν τους σεισμούς κι ελάτρεψαν την τέχνη των σπιτιών. Από πανάρχαια παράδοση οικογένειες από σπουδαίους τεχνίτες. Νομάδες που ποτέ δεν κατοικούν κι όλο φεύγουν. Εκεί όπου τους καλούν κι από φήμες έμαθαν να τους καλούν να χτίσουν κι ακριβοπληρώνονται. Η χώρα αυτή ρημάχτηκε και κάλεσαν τους χτίστες για να ξαναχτιστεί. Οι χτίστες έφτασαν εδώ και είναι ειδοποιημένοι. Άκουσαν και εδέχτηκαν παραγγελίες. Συμφώνησαν για ένα χτίσιμο και ήρθαν. Μέρες και νύχτες δούλευαν κι όλες μαζί οι οικογένειες των χτιστών να κουβαλούν με βιασύνη. Όσοι πεθαίναν πάνω στη δουλειά τους έθαβαν μακρυά κι εκείνα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ τα θανατώσαν. Έφευγαν για τις μακρυνές κηδείες και πάλι εξανάρχονταν το βράδυ και δουλεύαν. Έτσι εστήθηκαν παντού μεγάλα οικοδομήματα με σκαλιστές προσόψεις και κάμαρες απανωτές σα να γεννούσε η μιά την άλλη για πολλά σόγια ανθρώπων και θόλοι από κρύσταλλο. Τώρα οι χτίστες τέλειωσαν και γιόρτασαν ανάβοντας φωτιές. Χόρεψαν πάνω στα κάρβουνα και μούγκριζαν κι εκλαίγαν. Φύγαν και χάθηκαν. Άδεια τα θεώρατα σπίτια κι ένας αέρας από κρύον ήλιο σφαλά τα μεγάλα παράθυρα και πάλι τα ξανάνοιγε. Οι θόλοι με τριγμούς να συγκρατούν το φως. Μη χυθεί μέσα και περιχύσει και μια βαρειά αναπνοή από το σκαμμένο χώμα. Ορθάνοιχτα κι αδειανά εκείνα τα σπίτια στέκονται τώρα αδειανά και μοναχά η ηχώ των τραγουδιών της θράκης.


Πόσος καιρός επέρασε από το νερό; Ήσυχα ρώτησε ο κύρηκας. Έγειρε κι εκοιμήθη.

(ΧΤΙΣΤΕΣ απόσπασμα. Γ. Χειμωνάς)


Saturday, August 05, 2006

α ρ γ α λ ε ι ο ύ . . .

Οι υφάντρες είναι γεωμέτρισσες μοναδικές, απαράμιλες τεχνίτρες και δημιουργοί. Μετρώντας και ισορροπώντας, από μικρά παιδιά, σαϊτιές και γυρίσματα στον αργαλειό, απέκτησαν διάκριση κι αισθητική.

Η παρουσίαση των δημιουργιών μου, σ’αυτές τις γυναίκες, υπήρξε πάντα το ίδιο και πολλές φορές περισότερο σημαντική με αυτή μπροστά στην αυστηρότερη κριτική επιτροπή.

Η διαίσθηση τους πάνω στη σύνθεση και η ήπια, χαριτωμένη και χιουμοριστική διάθεση τους, έβαζε πάντα τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Αυτοσαρκαζόμενες για τις λιγοστές τους γνώσεις, συμπλήρωναν τον πρόλογο τους με παρατηρήσεις που θα ζήλευαν κι οι πιο έμπειροι δάσκαλοι.

Η βαθειά τους κατανόηση, τόσο της έμπνευσης ενός έργου, όσο και της απεικόνισης, αναπαράστασης αλλά και κατασκευής και πραγματοποίησης του, τις ανάγει σ’εκείνες τις ίδιες μορφές που οι μυθολόγοι πρόγονοι μας, ονόμασαν μούσες.

Ο λόγος τους ήταν γεμάτος ρυθμό, παρομοιώσεις και παροιμίες. Παραδείγματα, που διόλου ενδιέφερε αν ανήκαν στη σφαίρα του παραμυθιού ή του πραγματικού, έρχονταν πάντα για να δώσουν υλικό απόδειξης στις κουβέντες τους.

Η χειρότερη κριτική τους, γινόταν σα χάδι απαλό και την ακολουθούσαν εγκώμια για το πόσο καλύτερα μπορεί να γίνουν μόνο από εμένα τον ίδιο και πως η ξαστοχιά έγινε γιατί δεν είχα φάει ή κοιμηθεί όσο κι όπως έπρεπε.

Τα λόγια και οι πράξεις αυτών των γυναικών υπήρξαν πάντα αληθινά και ειλικρινή. Συνειδητά κι εγκάρδια. Οι παραινέσεις τους κι οι συμβουλές τους δεν δώθηκαν ποτέ με αυταρχισμό. Η κίνηση και η αγκαλιά τους πάντα απόδειξαν αγάπη.

Μου λείπουν η γιαγιά μου η Βασιλική κι η Θεία μου η Ελένη.
ουφ...

Tuesday, August 01, 2006

m o i r a


η μοίρα μου είναι να μιλώ για αυτούς που έχω χάσει.
με προίκισε με μνήμη τεράστια και μου κάρφωσε την ευθύνη να τους ευλογώ.
είναι τα μόνα που δέχομαι να μου καθορίζει.
σ'όλα τ'άλλα αδιαφορώ.
στο θέμα των νεκρών μου όμως την αφήνω να διαφεντεύει.
το δέχτηκα.
δεν ήθελα παλιότερα.
το δέχτηκα όμως γιατί ήθελα να λέω τις ιστορίες τους για να μην ξεχαστούν.
έτσι την έχω κοροϊδέψει για να με αφήνει ήσυχο για τα δικά μου.
τη ζωγραφίζω συχνά.
δεν έχω φαντασία σε αυτό.
ασπρόμαυρα την κάνω πάντα.
ποτέ μωβ...

καλό μήνα...

αρχή μήνα, του τελευταίου του καλοκαιριού...
πώς έγινε αυτό δεν το κατάλαβα... πέρασε ο Ιούλης σα νεράκι...

τρέχει, τρέχει τ'αλογάκι μου... πετάει με τα φτερά του.
ασέλωτο μα όχι κι ασάλευτο με ταξιδεύει.
φοράω βατραχοπέδιλα, μάσκα κι αναπνευστήρα για το ενδεχόμενο να κάνει και βουτιά στη θάλασσα.
είμαστε αόρατοι κι οι δυο.
χρειάζεται να προσέχουμε παρότι είμαστε το δίδυμο, παράλογο και άλογο...
χρειάζεται να προσέχουμε τ'αυτοκίνητα, τα λεωφορεία και τα τρένα στη στεριά,
τ'αεροπλάνα, τ'αερόστατα και τα πουλιά στον αέρα...

κυττάμε να μη πέσουμε και σε κανά καράβι...